Πολύ αργά τη νύχτα του Σαββάτου, όταν γλυκοχάραζε η πρώτη μέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη πήγαν στον τάφο για ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού με αρώματα που είχαν αγοράσει. Εκείνη τη στιγμή έγινε μεγάλος σεισμός, επειδή ένας άγγελος Κυρίου, που κατέβηκε από τον ουρανό, κύλησε την πέτρα που έκλεινε το
μνημείο και κάθισε επάνω. Έλαμπε δε σαν αστραπή και ήταν κατάλευκος σαν το χιόνι. Με το θέαμα αυτό οι φρουροί φοβήθηκαν πάρα πολύ και έγιναν σαν πεθαμένοι. Ο άγγελος είπε στις γυναίκες: «Σεις μη φοβάστε τίποτα, επειδή εγώ ξέρω ότι ψάχνετε για τον Ιησού, ο οποίος σταυρώθηκε. Δεν είναι εδώ! Αναστήθηκε, όπως σας είχε πει. Να, ο τόπος που Τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα να πείτε στους μαθητές Του και στον Πέτρο ότι αναστήθηκε και ότι πηγαίνει στη Γαλιλαία, όπου εκεί θα Τον δουν. Αυτά είχα να σας πω». Τότε αυτές έφυγαν βιαστικά από το μνημείο, επειδή είχαν φοβηθεί από το όραμα και έτρεξαν να πουν τα νέο στους μαθητές. Και να που ο Ιησούς ήρθε σε συνάντησή τους και είπε: «Χαίρετε!» Και εκείνες Τον πλησίασαν, Του αγκάλιασαν τα πόδια και Τον προσκύνησαν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Μη φοβάστε, πηγαίνετε να πείτε στους αδελφούς μου να πάνε στη Γαλιλαία, επειδή εκεί θα με δουν».Κατά Ματθαίον 28:1-10
Κατά Μάρκον 16:1-8
Κατά Λουκάν 24:1-12
Κατά Ιωάννην 20:1-18