Το ίδιο μπορούμε να δούμε σ’ ένα άλλο σημείο της Καινής Διαθήκης, όταν δύο από τους μαθητές του Χριστού βάδιζαν στο δρόμο προς Εμμαούς (κατά Λουκάν, κεφ. 24). Ο ίδιος ο Χριστός, ακριβώς την ημέρα της Ανάστασής Του, τους συνάντησε και προχώρησε μαζί τους, ρωτώντας τους γιατί ήταν τόσο ταραγμένοι. Αυτοί με τη σειρά τους άρχισαν να Τον ρωτούν αν ήταν ο μόνος που δεν ήξερε τι είχε συμβεί στην Ιερουσαλήμ. Είπαν ότι υπήρχε ένας μεγάλος προφήτης που είχε φονευθεί και μετά υπήρξαν ισχυρισμοί ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς∙ αλλά εκείνοι δεν ήξεραν τι να πιστέψουν. Τότε ο Χριστός άρχισε να ανοίγει τις καρδιές τους και να τους εξηγεί τι έλεγε η Παλαιά Διαθήκη ότι επρόκειτο να συμβεί στο Μεσσία. Όλη εκείνη την ώρα οι μαθητές δεν Τον αναγνώριζαν, γιατί δεν ήρθε να τους καταπλήξει με σημεία και τέρατα. Αργότερα, όταν έφτασαν στους Εμμαούς, ο Χριστός έκανε σαν να επρόκειτο να συνεχίσει πιο πέρα, και θα έφευγε από κοντά τους χωρίς να τον αναγνωρίσουν αν δεν Του ζητούσαν – από απλή αγάπη για ένα ξένο που βρισκόταν σε δυσχέρεια – να περάσει τη νύχτα μαζί τους. Τελικά, όταν κάθησε μαζί τους στο τραπέζι και έκοψε τον άρτο όπως στο Μυστικό Δείπνο, τα μάτια τους ανοίχθηκαν, είδαν ότι ήταν ο ίδιος ο Χριστός, και τότε χάθηκε ακριβώς μπροστά στα μάτια τους. Άρχισαν να αναρωτιούνται και να θυμούνται ότι, όλη την ώρα που Εκείνος ήταν μαζί τους, είχαν ένα φλόγισμα στην καρδιά τους, παρ’ ότι δεν Τον είχαν αναγνωρίσει ακόμα. Αυτό που τελικά τους έκανε να αναγνωρίσουν το Χριστό ήταν αυτή η φλεγόμενη καρδιά, κι όχι απλά το γεγονός ότι χάθηκε από μπροστά τους, γιατί αυτό μπορούν να το κάνουν επίσης και οι μάγοι. Για τον λόγο αυτόν, δεν είναι τα θαύματα που αποκαλύπτουν πρώτα απ’ όλα το Θεό στους ανθρώπους, αλλά κάτι σχετικά με το Θεό το οποίο αποκαλύπτεται σε μια καρδιά που είναι έτοιμη γι’ αυτό. Αυτό εννοούμε λέγοντας «φλεγόμενη καρδιά» μέσω της οποίας οι δύο μαθητές είχαν επαφή με τον Ενσαρκωμένο Θεό.
Η Αποκάλυψη του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά - πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ ☦