Ένας από τους Φαρισαίους, παρακάλεσε τον Ιησού να φάει μαζί του. Και ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου που ονομαζόταν Σίμωνας και κάθισε στο τραπέζι. Τότε υπήρχε μέσα στην πόλη μια γυναίκα, μια κοινή αμαρτωλή, η οποία μαθαίνοντας ότι ο Ιησούς ήταν στο τραπέζι του σπιτιού του Φαρισαίου, έφερε ένα μικρό αλαβάστρινο βάζο με μύρο και κάθισε κοντά στα πόδια Του. Έκλαιγε και σύντομα τα μούσκεψε με τα δάκρυα της. Μετά τα σκούπισε με τα μαλλιά της, τα φίλησε και τα άλειψε με μύρο. Βλέποντας αυτό ο Φαρισαίος, που είχε προσκαλέσει τον Ιησού, σκέφτηκε: «Αν αυτός ο άνθρωπος ήταν προφήτης θα γνώριζε τι είδους γυναίκα είναι αυτή που Τον άγγιξε και, θα ήξερε ότι είναι μια αμαρτωλή».Ο Ιησούς είπε τότε: «Έχω κάτι να σου πω». «Πες μου», του απάντησε ο άλλος. «Ήταν ένας δανειστής που είχε δυο χρεοφειλέτες: ο ένας του χρωστούσε πεντακόσια δηνάρια και ο άλλος πενήντα. Επειδή δεν είχαν να πληρώσουν, χάρισε και στους δυο το χρέος. Ποιος από τους δυο θα τον αγαπήσει περισσότερο;» Ο Σίμωνας απάντησε: «Φαντάζομαι αυτός που του χρωστούσε περισσότερα». Ο Ιησούς του είπε: «Καλά έκρινες». Μετά κοιτάζοντας τη γυναίκα είπε στον Σίμωνα: «Βλέπεις αυτή τη γυναίκα; Μπήκα στο σπίτι σου και δε μου έδωσες νερό να πλύνω τα πόδια Μου. Αυτή όμως τα έπλυνε με τα δάκρυα της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Δε με φίλησες καθόλου σαν χαιρετισμό, αλλά αυτή από τότε που Με είδε δεν έχει σταματήσει καθόλου να Μου φιλάει τα πόδια. Δε Μου έριξες καθόλου λάδι στο κεφάλι Μου, αλλά αυτή η γυναίκα άλειψε τα πόδια Μου με μύρο. Γι’ αυτό σου λέω, ότι θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες της, επειδή Με αγάπησε πολύ». Μετά είπε στη γυναίκα: «Οι αμαρτίες σου συγχωρέθηκαν». Τότε αυτοί, που παρακάθονταν μαζί Του στο τραπέζι άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι Αυτός ο Οποίος συγχωρεί ακόμα και τις αμαρτίες;» Αλλά ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό».
(Κατά Λουκάν 7:36-50)