εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; ~ Προς Ρωμαίους 8:31

Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού. Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της Δόξης Σου. Ωσαννά εν τοις Υψίστοις· Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου.

Τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας - Τα Πάθη του Χριστού και η Ανάσταση Του - Κάνε κλικ στην εικόνα

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Άγιος Προκόπιος ο Μεγαλομάρτυρας





Ο Άγιος Προκόπιος ο Μεγαλομάρτυρας τιμάται στις 8 Ιουλίου εκάστου έτους



Ἔοικε Προκόπιος, αὐχένα κλίνων,
Λέγειν, Κοπείτω· τῇ πλάνῃ γὰρ οὐ θύω.
Ὀγδοάτῃ Προκοπίου ἀρηϊθόου κράτα κέρσαν.


Βιογραφία

Στην πόλη της Αντιοχείας ζούσε περί το 300 μ.Χ. κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού μια γυναίκα από ευγενική καταγωγή και μεγάλη οικογένεια. Την έλεγαν 
Θεοδοσία. Στο αξίωμα ήταν συγκλητική, από τις πρώτες δηλ. αρχόντισσες της πόλεως. Ήταν συγχρόνως και πολύ πλούσια. Η Θεοδοσία είχε μόνο ένα μονάκριβο παιδί. 
Τον έλεγαν Νεανία.

Ο άνδρας της ονομαζόταν Χριστόφορος. Ήταν όνομα και πράγμα Χριστοφόρος, διότι έζησε και απέθανε σαν πιστός και καλός Χριστιανός. Όταν πέθανε ο Χριστόφορος η 
γυναίκα του Θεοδοσία ήθελε να αναθρέψει τον υιό ειδωλολατρικά. Ο Νεανίας πίστεψε στα είδωλα και έτσι μία μέρα ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα σε όλη την Αλεξάνδρεια 
γιατί πίστευε πως έχει πολλά χαρίσματα. Έπειτα τον έστειλε στην Αλεξάνδρεια για να κηρύξει τον διωγμό των Χριστιανών.
Ευτυχώς όμως! Στο δρόμο αυτόν έγινε η επιστροφή του εις τον Χριστό.

Η επιστροφή του
Στο δρόμο παρουσιάσθηκε ένα μεγάλο εμπόδιο. Προήλθε από τον καιρό. Έκανε τέτοια ζέστη, που τα άλογα διψούσαν πολύ, τόσο που κινδύνευαν να σκάσουν από τη δίψα. 
Γι’ αυτό αναγκαζότανε ο Δούκας να βαδίζει από νύχτα σε νύχτα. Όταν ένα βράδυ έφυγαν από την Απάμειαν έγινε δυνατός σεισμός. Έπεσε συγχρόνως με ισχυρό κρότο και 
ένας φοβερός κεραυνός. Από δε την αστραπή, που έλαμψε, βγήκε μία μεγάλη φωνή, που του έλεγε:
-Για που ξεκίνησες, Νεανία, με τόσο στρατό και ποιόν πας να πολεμήσεις;
-Ο Βασιλιάς, απάντησε, με διόρισε Δούκα στην Αλεξάνδρεια, και με έστειλε εκεί να θανατώσω όλους τους Χριστιανούς, που πιστεύουν στον Εσταυρωμένο και να τους πάρω τις περιουσίες.
-Ώστε ήρθες και συ να Με πολεμήσεις; του λέγει η φωνή.
-Ποιος είσαι, Κύριε; ρωτά ο Νεανίας. Διότι δεν μπορώ να σε καταλάβω.

Του παρουσιάσθηκε τότε μπροστά στα μάτια του ένας λαμπρός Σταυρός από κρύσταλλο και ακούστηκε μια φωνή να βγαίνει από το Σταυρό, που έλεγε:
-Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός, ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού..
-Εάν είσαι Υιός του Θεού, τον ρωτά ο Νεανίας, τότε γιατί σε καταδίκασαν σε θάνατο οι Αρχιερείς των Εβραίων; Πώς καταδέχθηκες ένας ολόκληρος Θεός να σε ποτίσουν όζος και χολή;
-Νεανία, του απαντά η φωνή, επειδή πρόκειται και συ μια μέρα να γίνεις σκεύος εκλογής, άκουσε να σου πω τούτα τα λόγια, για να καταλάβεις το μυστήριο της θείας Οικονομίας. 
Μάθε λοιπόν, ότι για την σωτηρία των ανθρώπων τα έπαθα όλα αυτά. Και τα έπαθα με τη θέληση μου. Διότι, εάν εγώ δεν πέθαινα επάνω στο Σταυρό, δεν θα σωζότανε ο κόσμος, 
Με το Σταυρό νίκησα τον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου. Μ’ αυτόν τον Σταυρόν, θα νικήσεις και συ τους εχθρούς σου.

Η ειρήνη δε και η αγάπη Μου θα είναι πάντα μαζί σου.
Τα θεϊκά αυτά λόγια του Χριστού μας γέμισαν την ψυχή του νέου Δούκα από χαρά και αγαλλίαση. Ο Σταυρός κατόπιν ανέβηκε ψηλά στον Ουρανό και η αόρατη φωνή σταμάτησε. 
Ο δε Νεανίας και οι λοιποί έμειναν κατάπληκτοι και χαρούμενοι.

Ο θαυμαστός Σταυρός
Πήγε εν συνεχεία ο Νεανίας εις την Σκυθόπολιν. Εκεί βρήκε τον καλύτερο χρυσοχόο και του παρήγγειλε να κατασκευάσει έναν Σταυρό.
Ο Μάρκος, πράγματι, κλείσθηκε στο σπίτι του και κατασκεύασε κρυφά τον Σταυρόν. Όταν όμως τον τελείωσε, είδε ένα εξαίσιο θέαμα. Φάνηκαν επάνω στο Σταυρό τρεις εικόνες, 
με εβραϊκά γράμματα. Αυτά γράψανε στο επάνω μέρος του Δεσπότου η μορφή.
Επί πλέον εις τα δεξιά έδειχνε έναν Άγγελο και έγραφε Μιχαήλ και στο αριστερό ήταν άλλος Άγγελος και έγραφε Γαβριήλ. Τις εικόνες αυτές με μεγάλη επιμονή προσπάθησε να 
τις εξαλείψει ο χρυσοχόος. Δεν το κατόρθωσε όμως. Και όχι μόνο δεν μπόρεσε να τις σβήσει, αλλά ξεράθηκε και το χέρι του!

Πήγε μια νύχτα ο Νεανίας να ιδή, αν τελείωσε ο Σταυρός. Τον είδε με μεγάλη χαρά έτοιμο και αμέσως τον προσκύνησε. Ρωτάει όμως για τις ωραίες μορφές, που εικονίζονταν 
επάνω στο Σταυρό και για τα γράμματα.
-Τί είναι αυτά, του λέγει και τί σημαίνουν;
-Δεν ξέρω τίποτε, του απαντά ο χρυσοχόος. δεν τα κατασκεύασα εγώ. Μόνα τους αποτυπώθηκαν επάνω.
Τότε ο Νεανίας, σαν γνωστικός που ήταν, εννόησε, ότι αυτά έγιναν από ενέργεια θεϊκή. Έπεσε λοιπόν κάτω και τα προσκύνησε με πολλή ευλάβεια. Έπειτα πλήρωσε τον 
χρυσοχόο με πολλά χρήματα και τον ευχαρίστησε. Τύλιξε ακολούθως το Σταυρό μέσα σε πολύτιμη πορφύρα και αναχώρησε μαζί με τους στρατιώτες, του για την Αλεξάνδρεια.

Με το Σταυρό νικάει τους Αγαρηνούς
Στην Αλεξάνδρεια βρέθηκε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Οι Αγαρηνοί άρπαζαν τις θυγατέρες, των επισήμων ανδρών και τις έκαμαν γυναίκες τους. Οι πολίτες τον 
παρακαλούσαν με κλάματα τον νέον Δούκα να τους βοηθήσει.
Ο Νεανίας έδειξε συμπάθεια και λυπήθηκε τα δάκρυά τους. Τρέχει αμέσως με τους στρατιώτες του προς τους Αγαρηνούς, έχοντας στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό. Την ώρα δε, 
που ήθελε να χτυπήσει τους βαρβάρους, με θάρρος και πίστη είπε τούτα τα λόγια:
-Τώρα θα καταλάβω, εάν είσαι Υιός του Θεού του ζώντος, Συ, ο όποιος μου φανερώθηκες στο δρόμο, όταν ερχόμουν και μου είπες, ότι με το σταυρό θα νικάω τους εχθρούς μου. 

Τότε αμέσως άκουσε μια φωνή από τον Ουρανό, που του έλεγε:
- Έχε θάρρος Νεανία, διότι εγώ όντως είμαι Κύριος ο Θεός σου και είμαι πάντα μαζί σου.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, πήρε πολύ θάρρος. Πετούσε από την χαρά του.
Έτσι και έγινε. Κανένας από τον στρατό του Νεανία δεν έπαθε το παραμικρό. Μόλις έμαθε τα ευχάριστα η μητέρα του ήρθε στην Αλεξάνδρεια και του είπε ότι πρέπει να 
ευχαριστήσει τους θεούς. Γιατί τους παρεκάλεσε εκείνη να τον βοηθήσουν.

Συντρίβει τα είδωλα
Ο Νεανίας έχοντας πόθο να επιστρέψει και την μητέρα του προς την αληθινή πίστη, την νουθέτησε με λόγια σωτήρια. Την συμβούλευε να μισήσει την προηγουμένη πλάνη της.
Για να την κάνει δε να βεβαιωθεί και αυτή, την πήγε και στο δωμάτιο της, που είχε τα μιαρά είδωλα και είπε προς αυτά ο μακάριος μπροστά στη μάνα του:
-Σας ρωτώ, ποιος μου έδωσε την νίκη; εάν είσθε θεοί, απαντήστε μου.
Τότε ο Νεανίας με ζήλο θεϊκό γκρέμισε κάτω τα αγάλματα, τα είδωλα. Τα έκοψε σε μικρά - μικρά κομμάτια και επειδή ήταν όλα χρυσά και αργυρά τα μοίρασε στους Φτωχούς.

Τον πρόδωσε η μητέρα του
Μόλις είδε αυτά η Θεοδοσία, ένοιωσε τα μέλη της να μαραίνονται από τον πόνο και να παραλύουν. Έτρεμε ολόκληρη από την οργή και το θυμό της. δεν λογάριασε το παιδί της, 
τα ίδια της τα σπλάχνα. Αλλά επηρεασμένη από τη μάταιη και ψυχοβλαβή ευσέβεια, που είχε στα ανόητα ξόανα, έτρεξε σα δαιμονισμένη να καταγγείλει στο βασιλιά το ίδιο το τέκνο της.

Στην Πανεάδα τον κρεμούν και του ξεσχίζουν τις σάρκες
Αμέσως τότε ο άρχοντας πρόσταξε και τον έδεσαν για να τον οδηγήσουν στην Καισάρεια του Φιλίππου. Εκεί κτιζόταν τότε ένας ειδωλολατρικός ναός. 
Όταν, λοιπόν, ήρθαν στην Καισάρεια, ανέβηκε ο Ουλκίων εις το βήμα και διέταξε να φέρουν τον Άγιο μπροστά του. Και στην άρνηση του Μάρτυρος να θυσιάσει πρόσταξε τους 
στρατιώτες να τον κρεμάσουν. Κατόπιν να ξεσχίζουν άσπλαχνα το σώμα του μπροστά σε όλο τον κόσμο. Το μαρτύριο άρχισε. Το αίμα έτρεχε. Οι πόνοι μεγάλωναν και γίνονταν 
αβάσταχτοι. Μερικοί από τους παρευρισκομένους τον συμπονούσαν και έκλαιγαν. Ο Άγιος όμως έδειξε γενναιότητα και έμεινε στερεός και ακλόνητος. 
Προσευχήθηκε κατόπιν στο Χριστό να τον ενισχύσει, διότι το μαρτύριο του Αγίου συνεχίσθηκε ως το βράδυ.
Τον παίδεψαν ως το βράδυ. Όταν πια είδαν, ότι δεν έβλεπαν από το σκοτάδι να τον βασανίσουν, τον κατέβασαν με βία από το ξύλο και τον, έριξαν στη φυλακή.



Τον επισκέπτεται ο Χριστός
Κατά τα μεσάνυχτα όμως μέγα και παράδοξο και χαρμόσυνο πράγμα συνέβη! Κατέβηκε μέσα στη φυλακή ο Βασιλεύς των Ουρανίων δυνάμεων, ο Χριστός. Ήλθε εν μέσω Αγγέλων. 
Ήλθε να επισκεφτεί τον δούλο Του, που έπασχε για την Αγάπη Του. Αμέσως και αυτομάτως ανοίχθηκε η φυλακή, και φάνηκαν πρώτα οι λευκοντυμένοι Άγγελοι. Συγχρόνως 
λύθηκαν τα δεσμά, όχι μόνον του Αγίου, αλλά και όλων των άλλων καταδίκων.
Τότε φάνηκε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με ανθρώπινη μορφή. τον φώτισε με λαμπρότατο φώς, τον ράντισε στο πρόσωπο με νερό, τον σήκωσε επάνω, πιάνοντάς τον 
από το χέρι και του είπε:
-Όχι πλέον Νεανίας. Από δω και μπρος θέλω να ονομάζεσαι Προκόπιος. Λοιπόν, Προκόπιε, ανδρίζου, έχε δύναμιν. Και τούτο, διότι σύμφωνα με το όνομα αυτό θα προκόψεις. 
Θα προσφέρεις στον Πατέρα μου πολύ ποίμνιο εκλεκτό.
Μη φοβάσαι, του λέγει ο Κύριος, διότι εγώ θα Είμαι κοντά σου.

Ο Κύριος αμέσως τότε γέμισε την ψυχή του Άγιου με θάρρος, με δύναμη και με ανείπωτη αγαλλίαση. Κατόπιν ανήλθε στους Ουρανούς και έγινε άφαντος.
Ο Άγιος εν τω μεταξύ θεραπεύθηκε τελείως από όλες τις πληγές. δεν είχε επάνω στο σώμα του ούτε σημάδι από τις πληγές του. Έμεινε έτσι ισχυρός στην πίστη. Την άλλη ημέρα 
μπήκε ο Τερέντιος μέσα και είδε τον Άγιο να είναι εντελώς υγιής και χαρούμενος. Αμέσως τότε τρέχει στο παλάτι και διηγείται σε όλους το θαυμαστό τούτο γεγονός.

Πολλοί, μάλιστα, στρατιώτες πίστεψαν αμέσως στο Χριστό και έλεγαν δυνατά: 
-Ο Θεός του Άγιου τούτου, βοήθα μας.
Ο Τύραννος τα έχασε. Σηκώθηκε από το θρόνο του και είπε νευριασμένος στον κόσμο.
-Τί κάνετε έτσι; Τί το παράξενο βλέπετε και θαυμάζετε; Αυτό είναι εύκολο να εξηγηθεί. Απλούστατα, επειδή λυπήθηκαν οι φιλάνθρωποι θεοί αυτόν τον αλητήριο, τον θεράπευσαν.

Ο Άγιος διαλύει τα είδωλα
-Είναι φανερό, Βασιλεύ, του είπε ο Μάρτυς, ότι εξεπλάγεις από τη θεραπεία μου. Δεν γνωρίζω ποιός έκαμε αυτό το μεγάλο θαύμα. Άλλα ας πάμε στο ναό, για να μάθουμε την αλήθεια.
Μόλις όμως έφθασαν στο Ναό, μπήκε μέσα μόνος του ο Άγιος:
-Μείνετε σεις, είπε πρωτύτερα στους άρχοντας, έξω. Θέλω να κάνω την προσευχή μου μόνος μου με δάκρυα, για να με συγχωρήσουν οι θεοί, για την ασέβεια, που έδειξα σ’ αυτούς. Όταν όμως τελειώσω, τότε μπείτε και σεις.
Πράγματι εκείνοι έμειναν έξω. Ο Άγιος έκλεισε τη θύρα του Ναού. Στάθηκε κατά την Ανατολή. Ύψωσε κατόπιν τα μάτια της ψυχής και του σώματος προς τον ουρανό και προσευχήθηκε στον Θεό, έκαμε κατόπιν το σημείο του Σταυρού εις τον αέρα. Άρπαξε κατόπιν από το δεξί χέρι τον Απόλλωνα. τον έριξε κάτω. τον έκαμε συντρίμμια και είπε:
-Εις το όνομα του Θεού μου, διαλυθείτε όλα και γίνετε νερό και τρέξτε έξω από τον ναό τούτο.
Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έπεσαν κάτω όλα τα ξόανα, τριάντα τον αριθμό. Έλιωσαν ακολούθως σαν να ήταν όλα από μολύβι. Έγιναν σαν νερό και ξεχύθηκαν από την θύρα προς τα έξω.

Οι φυλακισμένοι βαπτίζονται και αποκεφαλίζονται
Σαν είδαν αυτό το παράξενο θέαμα τα πλήθη, θαύμασαν και φώναξαν δυνατά: 
-Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθεια μας.
Προ πάντων δε οι στρατιώτες, που συνόδευαν τον Άγιο, μαζί με τους δικαστές, πίστεψαν στο Χριστό. 
Το βράδυ τους βάφτισε και τους δίδασκε όλη τη νύχτα, όσα το Πνεύμα το Άγιο τον φώτιζε.
Ο τύραννος βλέποντας πως οι στρατιώτες και οι δικαστές δεν αλλάζουν έδωσε διαταγή να αποκεφαλιστούν. 

Ομολογούν και βασανίζονται σκληρά οι 12 αρχόντισσες
Μαζί με τον Άγιο φυλάκισαν και 12 γυναίκες συγκλητικές, διότι ομολόγησαν στο θέατρο και αυτές τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Την επόμενη ημέρα έβαλαν τις αρχόντισσες πάνω 
σε ξύλα και έκαιγαν τις πλευρές και τις μασχάλες τους. Αλλά αυτές τα υπέμειναν.
Όλα αυτά τα παρακολουθούσε και η μητέρα του Άγιου, η Θεοδοσία. Όταν είδε με πόση καρτερία υπέμειναν τα βασανιστήρια οι γυναίκες, πήγε αμέσως στον τύραννό και ομολόγησε την πίστη της.
Όταν, λοιπόν, είδε τη σταθερή της ομολογία ο τύραννος, την φυλάκισε και αυτήν μαζί με τις άλλες δώδεκα γυναίκες. Την επόμενη ημέρα της βασάνισε φρικτά και αφού αυτές 
έμειναν ακλόνητες διέταξε τον αποκεφαλισμό τους.

Το φοβερό τέλος του τυράννου
Ο Ούλκιων, όμως, έξω από τη φυλακή έτρεμε από το κακό του, διότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Άγιο και να καταβάλει τα φρονήματά του. τον έπιασε μάλιστα και πυρετός 
μεγάλος. Όταν δε τόσο μεγάλος, που ο τρισάθλιος δεν άντεξε, αλλά ξεψύχησε. θάνατος αμαρτωλών πονηρός. Πέθανε ο ταλαίπωρος αμετανόητος και παρέδωσε την ψυχή του 
στο Σατανά. Η τιμωρία αυτή ήταν ασφαλώς εκ Θεού, για την κακουργία του. Πλήρωσε ο άθλιος τις αδικίες, που έκαμε και το πόλεμο κατά των οπαδών του Χριστού.

Κάνει θαύματα
Ο Άγιος στην φυλακή δίδασκε ακούραστα τους άλλους φυλακισμένους. Πίστευαν πολλοί και έτσι αυξαίνονταν οι πιστοί και στερεωνόταν η ευσέβεια. Διότι δεν μιλούσε μονάχα, 
αλλά και θαυματουργούσε. Θεράπευε κάθε ασθένεια. δεν χρειαζότανε γι αυτό ούτε πολύ χρόνο ούτε βότανα. Μόνον το σημείο του Σταυρού έκανε στον πάσχοντα και αμέσως με 
τη χάριν του Θεού θεραπευόταν η ασθένεια και τα δαιμόνια έφευγαν. 

Με τον τύραννο Φλαβιανό
Τον Ούλκιων τον διαδέχτηκε ο Φλαβιανός.
Μετά από τον διάλογο που είχε με τον Φλαβιανό άναψε ο θυμός του τυράννου. Γι αυτό πρόσταξε ένα στρατιώτη, Αρχέλαον ονόματι, να θανατώσει με το ξίφος του τον Άγιο. 
Ορμά λοιπόν κατ επάνω ο Αρχέλαος μανιασμένος με το κοφτερό ξίφος στο χέρι να τον θανατώσει.
Αλλά μόλις σήκωσε το ξίφος του (ώ τού Θαύματος!) αμέσως ξεράθηκε το χέρι του και συγχρόνως ξεψύχησε, πέφτοντας κάτω. Όλος τότε ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος από το 
θαυμαστό αυτό γεγονός. Ο Θεός τον τιμώρησε, διότι έδειξε την κακία του εκείνος, αλλά και για να δείξει στα πλήθη, ότι είναι Παντοδύναμος και προστατεύει τους δικούς του.

Έξι μέρες στη φυλακή
Έξι μέρες ήταν στην φυλακή ο Άγιος και προσευχόταν στον Θεό να τον αξιώσει να τελειώσει καλώς το μαρτύριο. Τότε άκουσε φωνή από τον Ουρανό, που τον ενίσχυε και τον 
παρακινούσε να συνέχιση το μαρτύριο. Πήρε τότε ακόμη πιο πολύ θάρρος. Έγινε βράχος στην πίστη, ακλόνητος στην υπομονή, αλύγιστος στα μαρτύρια.
Έπειτα από έξι ημερές φέρανε τον Άγιο πάλι εις το κριτήριο.
Ο Τύραννός έδωσε εντολή και είπε: -Τεντώστε τον στην γη και κτυπήστε τον τέσσερις γεροδεμένοι στρατιώτες με ωμά βούνερα. Έπειτα να βάλετε στη ράχη του αναμμένα κάρβουνα.
Ο Άγιος όμως, όχι μόνον δεν συλλογιζόταν τα βασανιστήρια, αλλά έλεγε στον Χριστιανομάχο ηγεμόνα αυτά τα λόγια:
-Εσύ, παράνομε, που θα σε φάει η φωτιά της Κολάσεως, βασάνισε όσο θέλεις την σάρκα μου. Εγώ δεν επιθυμώ πλέον τίποτε άλλο, παρά να βασανιστώ για τον Δεσπότη μου Χριστό.

Καίεται το χέρι του επάνω στο βωμό
Με τα λόγια αυτά του Μάρτυρα, δαιμονίζετε πιο πολύ ο Φλαβιανός. 
Τότε ο αιμοδιψής και πολυμήχανος τύραννος βρήκε άλλον τρόπον τιμωρίας. Ετοίμασε ένα βωμό και τοποθέτησε επάνω σ’ αυτόν αναμμένα κάρβουνα. Έβαλαν μέσα στο δεξί 
χέρι του Μάρτυρος λιβάνι και του κρατούσαν το χέρι του Άγιου με τη βία, με σίδερα, πάνω ακριβώς από το βωμό, Τούτο το έκανε για να ρίξει λιβάνι στο βωμό των ειδώλων, 
έστω και ακουσίως. Σκώπτονται, ότι δεν θα υπέφερε το κάψιμο από τα αναμμένα κάρβουνα και θα έριχνε κατ’ ανάγκην πάνω σ’ αυτά το λιβάνι των ειδωλολατρών. Έτσι θα φαινόταν,
ότι θυσίασε στα είδωλα.

Αλλά ο Άγιος κράτησε το χέρι ακίνητο, έως ότου, ώ! της καρτερίας και γενναιότητας του! κάηκε ολόκληρο το δεξί του χέρι από τη φωτιά. ο Άγιος κοίταζε το κάμενο χέρι και 
δακρύζοντας αναστέναξε, όχι από λιποψυχία, αλλά από ευχαριστία λέγοντας:
-«Εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου», «...Καί κατάξας τόξον χαλκουν εν βραχίονί μου και εδωκάς μοι, υπερασπισμόν σωτηρίας μου» (Β΄ Βασιλ. Κβ΄ 35-36), και «η δεξιά σου 
ο Θεός αντελάβετο μου».

«Ξίφει τελειούται»
Μη έχοντας πλέον ελπίδα ο τύραννος ότι ο Άγιος του Χριστού μάρτυς Προκόπιος θα άλλαζε γνώμη, έβγαλε απόφαση, να κόψουν την μακάρια αυτού κεφαλήν έξω της πόλεως.
Όταν έφτασαν ο τρισόλβιος εις τον τόπον της εκτελέσεως, ζήτησε μια χάρη από τον φονιά: να τον αφήσει λίγη ώρα για να δεηθεί προς τον Κύριο. Στάθηκε κατά την Ανατολή, 
ύψωσε τα χέρια του και τα μάτια του προς τον ουρανό και παρακάλεσε το Θεό να φυλάξη την πόλη από τις πανουργίες του δαίμονος. Να φωτίσει όλους τους πολίτες να 
επιστρέψουν στην ευσέβεια, να θεραπεύσει τους ασθενείς, να βοηθήσει τους πτωχούς και άλλα παρόμοια διά την σωτηρία των ανθρώπων.

Αφού προσευχήθηκε αυτά, άκουσε μια φωνή να του λέγει:
-Εἰσηκούσθη ἡ δέησής σου, Προκόπιε. Ἔλθε λοιπόν, ἴνα λάβης τόν στέφανον, ὁ ὅποιος ἔχει ἑτοιμασθῆ διά σέ. Εἶσαι πιά κληρονόμος τῆς οὐρανίου μακαριότητος.
Μόλις άκουσε αυτά ο Άγιος μάρτυς, έκλινε ολοπρόθυμα τον αυχένα του. Ο άγριος δήμιος τρόχισε την σπάθη του και έκοψε την άγια του κεφαλήν.
Ήταν η 8η του μηνός Ιουλίου.
Και η μεν μακάρια του ψυχή ανέβηκε ατή Βασιλεία των Ουρανών, το δε τίμιο λείψανο του, το παρέλαβαν τη νύχτα κάποιοι Χριστιανοί. Το άλειψαν ευλαβώς με μύρα και αρώματα 
και το απέθεσαν σε τόπο κατάλληλο. 





Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς τὴν εὐσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων ὥσπερ ὁ Παῦλος Χριστῷ, τῶν Μαρτύρων καλλονὴ Μάρτυς Προκόπιε, ὅθεν δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀριστεύσας εὐκλεῶς, κατήσχυνας τὸν Βελίαρ, οὐ τῆς κακίας ἄτρωτους, σῷζε τοὺς πόθω σὲ γεραίροντας.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ ζήλῳ Χριστοῦ, τῷ θείῳ πυρπολούμενος, καὶ ἐν τῷ Σταυρῷ, τῷ τιμίῳ φρουρούμενος, τῶν ἐχθρῶν τὸ φρύαγμα, καὶ τὰ θράση καθεῖλες Προκόπιε, καὶ τὴν σεπτὴν Ἐκκλησίαν ὕψωσας, τῇ πίστει προκόπτων, καὶ φωτίζων ἡμᾶς.