Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα
ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρός με· λάβε σεαυτῷ τόμον καινοῦ μεγάλου καὶ γράψον εἰς αὐτὸν γραφίδι ἀνθρώπου· τοῦ ὀξέως προνομὴν ποιῆσαι σκύλων· πάρεστι γάρ. 2 καὶ μάρτυράς μοι ποίησον πιστοὺς ἀνθρώπους, τὸν Οὐρίαν καὶ Ζαχαρίαν υἱὸν Βαραχίου. 3 καὶ προσῆλθον πρὸς τὴν προφῆτιν, καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν υἱόν. καὶ εἶπε Κύριός μοι· κάλεσον τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον· 4 διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως ᾿Ασσυρίων. 5 καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαί μοι ἔτι· 6 διὰ τὸ μὴ βούλεσθαι τὸν λαὸν τοῦτον τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωὰμ τὸ πορευόμενον ἡσυχῆ, ἀλλὰ βούλεσθαι ἔχειν τὸν Ῥασεὶμ καὶ τὸν υἱὸν Ῥομελίου βασιλέα ἐφ᾿ ὑμῶν, 7 διὰ τοῦτο ἰδοὺ Κύριος ἀνάγει ἐφ᾿ ὑμᾶς τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ τὸ ἰσχυρὸν καὶ τὸ πολύ, τὸν βασιλέα τῶν ᾿Ασσυρίων καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ· καὶ
ἀναβήσεται ἐπὶ πᾶσαν φάραγγα ὑμῶν καὶ περιπατήσει ἐπὶ πᾶν τεῖχος ὑμῶν 8 καὶ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας ἄνθρωπον, ὃς δυνήσεται κεφαλὴν ἆραι ἢ δυνατὸν συντελέσασθαί τι, καὶ ἔσται ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὥστε πληρῶσαι τὸ πλάτος τῆς χώρας σου· μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 9 γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ἐπακούσατε ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, ἰσχυκότες ἡττᾶσθε· ἐὰν γὰρ πάλιν ἰσχύσητε, πάλιν ἡττηθήσεσθε. 10 καὶ ἣν ἂν βουλεύσησθε βουλήν, διασκεδάσει Κύριος, καὶ λόγον ὃν ἂν εἴπητε, οὐ μὴ ἐμμείνῃ ἐν ὑμῖν, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 11 Οὕτω λέγει Κύριος· τῇ ἰσχυρᾷ χειρὶ ἀπειθοῦσι τῇ πορείᾳ τῆς ὁδοῦ τοῦ λαοῦ τούτου λέγοντες· 12 μήποτε εἴπητε σκληρόν· πᾶν γάρ, ὃ ἐὰν εἴπῃ ὁ λαὸς οὗτος, σκληρόν ἐστι· τὸν δὲ φόβον αὐτοῦ οὐ μὴ φοβηθῆτε, οὐδ᾿ οὐ μὴ ταραχθῆτε· 13 Κύριον αὐτὸν ἁγιάσατε, καὶ αὐτὸς ἔσται σου φόβος. 14 καὶ ἐὰν ἐπ᾿ αὐτῷ πεποιθὼς ἦς, ἔσται σοι εἰς ἁγίασμα καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε αὐτῷ, οὐδὲ ὡς πέτρας πτώματι· οἱ δὲ οἶκοι ᾿Ιακὼβ ἐν παγίδι, καὶ ἐν κοιλάσματι ἐγκαθήμενοι ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 15 διὰ τοῦτο ἀδυνατήσουσιν ἐν αὐτοῖς πολλοὶ καὶ πεσοῦνται καὶ συντριβήσονται, καὶ ἐγγιοῦσι καὶ ἁλώσονται ἄνθρωποι ἐν ἀσφαλείᾳ. - 16 Τότε φανεροὶ ἔσονται οἱ σφραγιζόμενοι τὸν νόμον τοῦ μὴ μαθεῖν. 17 καὶ ἐρεῖ· μενῶ τὸν Θεὸν τὸν ἀποστρέψαντα τὸ πρόσωπόν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου ᾿Ιακὼβ καὶ πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ᾿ αὐτῷ. 18 ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός, καὶ ἔσται σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ παρὰ Κυρίου σαβαώθ, ὃς κατοικεῖ ἐν τῷ ὄρει Σιών. 19 καὶ ἐὰν εἴπωσι πρὸς ὑμᾶς· ζητήσατε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς ἀπὸ τῆς γῆς φωνοῦντας, τοὺς κενολογοῦντας, οἳ ἐκ τῆς κοιλίας φωνοῦσιν, οὐχὶ ἔθνος πρὸς Θεὸν αὐτοῦ ἐκζητήσουσι; τί ἐκζητοῦσι περὶ τῶν ζώντων τοὺς νεκρούς; 20 νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν, ἵνα εἴπωσιν οὐχ ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, περὶ οὗ οὐκ ἔστι δῶρα δοῦναι περὶ αὐτοῦ. 21 καὶ ἥξει ἐφ᾿ ὑμᾶς σκληρὰ λιμὸς καὶ ἔσται ὡς ἂν πεινάσητε, λυπηθήσεσθε καὶ κακῶς ἐρεῖτε τὸν ἄρχοντα καὶ τὰ πάτρια, καὶ ἀναβλέψονται εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω, 22 καὶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἐμβλέψονται, καὶ ἰδοὺ ἀπορία στενὴ καὶ σκότος, θλίψις καὶ στενοχωρία καὶ σκότος, ὥστε μὴ βλέπειν, καὶ οὐκ ἀπορηθήσεται ὁ ἐν στενοχωρίᾳ ὢν ἕως καιροῦ.
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
Ο Κυριος μου είπε· “πάρε μαζή σου ένα πίνακα μεγάλον και καινούργιον· με γράμματα ευανάγνωστα και καταληπτά εις όλους γράψε δι' εκείνον, ο οποίος θα κάμη ταχείαν και ολοκληρωτικήν διανομήν λαφύρων. Ο καιρός της λαφυραγωγίας αυτής πλησιάζει, είναι παρών. 2 Ως μάρτυρας δε δια την προφητείαν αυτήν φέρε δύο αξιοπίστους ανθρώπους, τον Ουρίαν και τον Ζαχαρίαν, τον υιόν του Βαραχίου”. 3 Και ο Ησαΐας εξακολουθών λέγει· ήλθον εις ένωσιν με την σύζυγόν μου και αυτή συνέλαβε και εγέννησεν υιόν, ο δε Κυριος μου είπε· ονόμασε τον υόν σου, ταχέως λαφυραγώγησον, πλήρως και τελείως λεηλάτησον, 4 διότι πριν ακόμη το παιδί μάθη να λέγη την λέξιν “πατέρα” και “μητέρα”, θα κυριεύση ενώπιον του βασιλέως των Ασσυρίων τον στρατόν της Δαμασκού και θα πάρη τα λάφυρα της Σαμαρείας. 5 Ο Κυριος ωμίλησεν ακόμη προς εμέ και είπεν· 6 “επειδή ο ίσραηλιτικός αυτός λαός δεν θέλει πλέον να απολαμβάνη το ευλογημένον ύδωρ της πηγής του Σιλωάμ, το οποίον ρέει με ησυχίαν και συμβολίζει έτσι την ειρηνικήν ζωήν, άλλα επιθυμούν να έχουν ως βασιλέα των τον Ρασείμ και τον υιόν του Ρομελίου, 7 δια τούτο ιδού, θα επιφέρη εναντίον σας ο Κυριος τα πολλά και ορμητικά ύδατα του ποταμού Ευφράτου, τον βασιλέα δηλαδή Ασσυρίων και το ονομαστόν στράτευμα του. Αυτοί ως ασυγκράτητον ύδωρ θα καταπλημμυρίσουν τα πάντα εις την χώραν σας, θα εισέλθουν εις κάθε φάραγγα, θα περιπατήσουν εις όλα τα οχυρά σας. 8 Ο βασιλεύς των Ασσυρίων θα αφαιρέση από την χώραν της Ιουδαίας κάθε άνθρωπον, ο οποίος θα ημπορέση να σηκώση κεφαλήν εναντίον του και καθένα, ο οποίος θα είναι εις θέσιν να φέρη εις πέρας κάποιο έργον. Αναρίθμητα θα είναι τα στρατεύματά των, ώστε θα γεμίσουν την χώραν σας εις όλην της την εκτασιν. Παρ' όλα όμως αυτά ο Κυριος θα είναι μαζή μας. 9 Μαθετε λοιπόν σεις, ω 'Ασσυριοι, όπως και όλα τα άλλα έθνη, ότι ο θεός είναι μαζή μας. Ταπεινωθήτε και υποχώρησατε. Ακούσατε αυτά έως εις τα πέρατα της γης· σεις, που χάρις εις την δύναμιν σας έχετε υπερισχύσει, θα νικηθήτε, εάν δε και πάλιν υπερισχύσετε και πάλιν θα νικηθήτε.Και οποιανδήποτε σκέψιν και απόφασιν αν παρέτε εναντίον του λαού του θεού, θα την ματαίωση και θα την διαλύση ο Κυριος. 10 Και οποιονδήποτε απειλητικόν λόγον και αν εκστομίσετε, δεν θα μείνη και δεν θα πραγματοποιηθή, διότι ο θεός είναι μαζή μας. 11 Αυτά λέγει ο Κυριος, ο παντοδύναμος και ακατανίκητος, εις όσους άπειθούν με την πορείαν της ζωής και συμπεριφοράς των· αυτά λέγει προς τον λαόν αυτόν. 12 Μη ειπήτε ποτέ, ότι όσα λέγει ο θεός είναι σκληρά και απραγματοποίητα. Εξ αντιθέτου κάθε τι, το οποίον θα είπη ο ανυπάκοος ούτος λαός, αυτό είναι σκληρόν και ολέθριον τον δε φόβον, από τον οποίον κοτέχεται αυτός ο λαός, σεις οι πιστοί μη τον φοβηθήτε, ούτε και να ταραχθήτε καθόλου, όπως εκείνοι. 13 Σεβασθήτε και υπακούσατε στον άγιον Κυριον, τιμήσατε αύτον· και μόνον ο φόβος, που εμπνέεται από αυτόν, ας είναι ο φόβος σας. 14 Και εάν έχης στηριγμένην την πεποίθησίν σου εις αυτόν, θα είσαι ωσάν αφιερωμένος εις αυτόν, ασφαλής από κάθε κίνδυνον, και δεν θα συναντήσετε στον δρόμον της ζωής σας τον θεόν σαν λίθον προσκόμματος, σαν πέτραν επί της οποίας θα προσκρούσετε και θα πέσετε. Αι φυλαί του Ιακώβ, το ιουδαϊκόν και ισραηλιτικόν βασίλειον, θα συλληφθούν εις παγίδα, οι δε κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, οι άπιστοι και ασεβείς, θα πέσουν εις λάκκους ολέθρου, από τους οποίους δεν θα ημπορέσουν να εξέλθουν. 15 Εξ αιτίας της απιστίας και αμαρτωλής ζωής των, οι περισσότεροι από τον λαόν θα χάσουν την δύναμίν των, θα γίνουν αδύνατοι και θα πέσουν εις παγίδα και θα συντρίβουν. Οι εχθροί θα τους πλησιάσουν και θα τους συλλάβουν αιχμαλώτους σαν ανθρώπους αμερίμνους, που εθεώρουν τον εαυτόν των εν ασφαλεία. 16 Τοτε θα γίνουν φανεροί, όσοι από τους Ιουδαίους ωσάν με νοητήν σφραγίδα έχουν σφραγισθή με τον νόμον του Θεού και θα ξεχωρίσουν από τους άλλους, οι οποίοι δεν θέλουν να ακούσουν και να μάθουν τον Νομον. 17 Καθε ευσεβής θα είπη· “εγώ θα περιμένω με πίστιν και ελπίδα τον Θεόν, ο οποίος τώρα έχει αποστρέψει με δίκαιαν αγανάκτησιν το πρόσωπόν του από τους Ισραηλίτας. Θα στηρίζω την πεποίθησίν μου εις αυτόν και μόνον”. 18 Ιδού εγώ, λέγει, ο προφήτης Ησαΐας, και τα παιδιά, τα οποία μου δωκεν ο θεός και τα οποία με τα συμβολικά ονόματά των προαναγγέλλουν μεγάλα και καταπληκτικά γεγονότα στον οίκον του Ισραήλ εκ μέρους Κυρίου του παντοκράτορος, ο οποίος κατοικεί στον ναόν, που ευρίσκεται εις την Σιών της Ιερουσαλήμ. 19 Εάν δε ασεβείς και άπιστοι άνθρωποι σας είπουν· αναζητήσατε τους εγγαστρίμυθους, δια να παρέτε από αυτούς πληροφορίας και οδηγίας προς σωτηρίαν σας, αναζητήσατε εκείνους, οι οποίοι φωνάζουν τους νεκρούς από την γην, τους ματαιολόγους αγύρτας, οι οποίοι ομιλούν με την κοιλίαν των, μη τους ακούσετε. Διότι ορθόν και προτιμότερον δεν είναι να απευθυνθή το έθνος προς τον θεόν και από αυτόν να ζητήση καθοδήγησιν και παρηγορίαν; Τι ζητούν να μάθουν και τι θα εύρουν οι ζώντες, που καταφεύγουν στους νεκρομάντεις; 20 Εις τον Θεόν πρέπει να καταφεύγουν, διότι ο Κυριος έδωκε τον Νομον του προς βοήθειαν μας. Εάν δε αυτον δεχθούν και τηρήσουν, πληροφορημένοι πλέον από την προσωπικήν των πείραν θα είπουν· ότι δεν υπάρχει άλλο πολυτιμότερον πράγμα στον κόσμον αυτόν από τον νόμον του Κυρίου. Δεν υπάρχουν δώρα, με τα οποία θα ημπόρεση κανείς να ανταλλάξη αυτόν. 21 Αλλά δια την απιστίαν σας θα έλθη εναντίον σας μεγάλη πείνα· υπό το κράτος δε της μεγάλης αυτής πείνας θα θλιβήτε και θα ταλαιπωρηθήτε τόσον πολύ, ώστε θα κακολογήσετε τον βασιλέα σας και τους παραδεδομένους πατρίους θεσμούς. Επάνω δε εις την απελπισίαν των θα σηκώνουν αυτοί τα μάτια των στον ουρανόν άνω· 22 θα ρίπτουν τα βλέμματα των κάτω εις την γην εις αναζήτησιν βοηθείας και σωτηρίας, και ιδού, σκοτάδι και αποπνικτική απορία θα υπάρχη ολόγυρα των. Θλίψις και στενοχωρία και σκοτάδι, ώστε από την στενοχωρίαν και την ζάλην των να μη βλέπουν. Αυτοί οι οποίοι θα περιέλθουν στοιαύτην στενόχωρον απορίαν, δεν θα μείνουν πάντοτε έτσι, αλλά μέχρις ωρισμένου καιρού.