εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; ~ Προς Ρωμαίους 8:31

Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού. Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της Δόξης Σου. Ωσαννά εν τοις Υψίστοις· Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου.

Τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας - Τα Πάθη του Χριστού και η Ανάσταση Του - Κάνε κλικ στην εικόνα

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος

               

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος τιμάται στις 23 Απριλίου. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε εορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα 
(Δευτέρα της Δικαινησίμου).

                                         

Ἐχθροὺς ὁ τέμνων Γεώργιος ἐν μάχαις, 
Ἑκὼν παρ' ἐχθρῶν τέμνεται διὰ ξίφους. 
Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός. 

Τα πρώτα του χρόνια
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος Γεώργιος είναι ένα από τα πιο λαμπρά παλικάρια του Χριστού. Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. και έζησε στα χρόνια του 
αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο πατέρας του καταγότανε από την Καππαδοκία και υπηρετούσε σαν αξιωματούχος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Η πατρίδα της 
μητέρας του ήταν η Λύδδα της Παλαιστίνης. Ενώ ο Γεώργιος ήταν πολύ μικρός ακόμη, απέθανε ο πατέρας του. Τότε η μητέρα του πήγε στην ιδιαιτέρα της πατρίδα, την 
Λύδδα. Εκεί ασχολήθηκε σοβαρά με την ανατροφή του παιδιού της. Του έμαθε τις μεγάλες και ακατάλυτες αλήθειες της Χριστιανικής Θρησκείας και του φώτισε την καρδιά και τον 
νου με το φως των λόγων του Ευαγγελίου. Του φύτεψε μεγάλη και σταθερή αγάπη για τον Χριστό και την Χριστιανοσύνη. Καθημερινά τρεφότανε και μεγάλωνε με το μεγαλείο του 
χριστιανικού αγώνος.


Γίνεται Χιλίαρχος
Πολύ νέος ο Γεώργιος ακολουθεί το στρατιωτικό στάδιο, σαν τον πατέρα του. Η εξυπνάδα του, η ευστροφία του, η δραστηριότητα και η πρωτοβουλία τον αναδείχνουν πολύ 
γρήγορα. Το όνομά του γίνεται ξακουστό. Όλοι οι αξιωματούχοι μιλάνε γι’ αυτόν και τον θαυμάζουν. Η μια προαγωγή διαδέχεται την άλλη. Έγινε σε ηλικία μόλις 20 χρόνων 
χιλίαρχος. Γι’ αυτό τον λένε και στρατηλάτη. Ποτέ όμως δεν ξέφυγε από τις χριστιανικές του αρχές. Είναι αφ’ ενός τίμιος αξιωματικός, αλλά και συνεπής Χριστιανός. Ο Γεώργιος 
δεν παρασύρεται από τα μάταια του κόσμου τούτου. Μένει απλός, γλυκύς και καταδεκτικός. Βοηθάει τους αδυνάτους. Δίδει κουράγιο στους απελπισμένους και δείχνει στοργή 
σε όλους.

                              
    


Υπερασπίζεται την χριστιανική Πίστη
Ήρθαν όμως και δύσκολες μέρες για την Χριστιανοσύνη. Ο Διοκλητιανός γεμάτος μίσος, για τους οπαδούς του Χριστού, κήρυξε άγριο διωγμό κατά των χριστιανών.
Έστειλε, λοιπόν, διαταγές, σ’ όλο το Ρωμαϊκό Κράτος, στις οποίες έλεγε να συλλαμβάνονται όλοι οι χριστιανοί. Και όσοι δεν θυσιάζουν στα είδωλα να θανατώνονται. Τότε ο 
Γεώργιος δεν συμφώνησε. Τις διαταγές του αυτοκράτορα δεν τις εκτέλεσε στην Επαρχία του. Εν τω μεταξύ αναφορές πολλών αξιωματικών και ηγεμόνων προς τον αυτοκράτορα 
Διοκλητιανό λέγανε, ότι η Ανατολή είχε μεγάλο κύμα χριστιανών. Βγάζει νέες εγκληματικές και φαρμακερές διαταγές. Τρόμος, φόβος και σφαγή συγκλονίζουν όλη την Ανατολή και 
πιο πολύ την Νικομήδεια, όπου είχε την έδρα του ο αυτοκράτορας. Ο χιλίαρχος Γεώργιος δεν εκτελεί και πάλι τις διαταγές του αυτοκράτορα. Δεν συλλαμβάνει κανένα χριστιανό. 
Και όχι μονάχα αυτό, αλλά αποφασίζει να συγκρουστεί με τον Διοκλητιανό. Πουλάει πρώτα την περιουσία του και την μοιράζει στους φτωχούς χριστιανούς.
Έπειτα, όταν μια μέρα ο Διοκλητιανός είχε συγκεντρώσει τους αξιωματούχους του και έδινε οδηγίες, για την εξολόθρευση των χριστιανών, ο Γεώργιος μπαίνει μέσα στην αίθουσα 
των επισήμων με θάρρος και λέει στον Βασιλέα:
—Είναι φοβερό, βασιλεύ, αυτό που κάνεις. Είναι έγκλημα! Χτυπάτε τους χριστιανούς με μανία, χωρίς να σας κάνουν κανένα κακό. Και όμως αυτοί μονάχα βρίσκονται κοντά στο 
φως και στην αλήθεια. Παραδέξου το, βασιλεύ. Δεν χρειάζεται ηρωισμός. Εκείνοι μόνον ξέρουν και γιατί ζουν και γιατί πεθαίνουν. Εσείς ζείτε στο σκοτάδι και στο έγκλημα... Εγώ 
νοιώθω ευτυχισμένος, από τότε που πίστεψα στο Χριστό...
Ο αυτοκράτορας έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν περίμενε ποτέ να τ’ ακούσει αυτό από ένα διαλεχτό του αξιωματικό. Στην αρχή είπε στον πρωτοσύμβουλό του Μαγνέντιο να 
μιλήσει αυτός. Ύστερα όμως ανέλαβε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να παροτρύνει τον Γεώργιο να αλλάξει μυαλό. Όμως ο Μάρτυρας 
του απάντησε γενναία:
—Όχι, βασιλεύ, δεν αλλάζω μυαλό. Δεν θ’ αφήσω ποτέ την ευτυχία, για να γίνω δυστυχής. Δεν θα εγκαταλείψω το φως, για να βρω το σκοτάδι...

                              
    

Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Πλημμυρισμένος από μίσος και παράλογη οργή τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε να βασανίσουν σκληρά και απάνθρωπα τον Γεώργιο. Οι βασανιστές δεν χάσανε καιρό. Δέσανε 
αμέσως τα χέρια του και τον έβαλαν να σταθεί όρθιος ατό προαύλιο του μεγάρου, εκεί που έκαναν τις συγκεντρώσεις τους οι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας. Έπειτα δόθηκε το 
σύνθημα για ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Δεκάδες σουβλερά και φαρμακερά κοντάρια πετάξανε οι ακοντιστές κατ’ επάνω του, για να του κατατρυπήσουν το κορμί. Τα κοντάρια 
όμως με τη δύναμη και την θέληση του Θεού λυγίσανε, σαν να ήταν φτιαγμένα από κερί. Αλλά από αυτά αλλάξανε δρόμο. Φύγανε μακριά από το τρυφερό κορμί του νεαρού 
Γεωργίου!
Έπειτα πήρανε τον Γεώργιο, δεμένο πάντοτε πισθάγκωνα, και τον κατεβάσανε σε μια υγρή κι’ ανήλιαγη φυλακή. Τον κατεβάσανε βαθειά σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό και βρωμερό. 
Εκεί τον ξαπλώσανε με οργή και του δέσανε τα πόδια. Με απάνθρωπη σκληρότητα, του βάλανε κατόπιν μια μεγάλη πέτρα στο γυμνό στήθος του. Το βάρος της κοφτερής πέτρας 
του έκοβε τις σάρκες του και δυσκόλευε φοβερά την αναπνοή. Και το κορμί του ήταν δεμένο σε ξύλινους πασσάλους και δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να κινηθεί. Έμεινε έτσι 
κάτω από τον πόνο όλη την νύχτα ο νεαρός στρατιώτης του Χριστού, Γεώργιος.

Στον φρικτό τροχό
Όταν ξημέρωσε, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βγάλουν από την φυλακή και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Ο Διοκλητιανός κοίταξε χαιρέκακα τον νεαρό αξιωματικό του, 
που προτίμησε, από τα αξιώματα και τι δόξες τις προσωρινές, τον Χριστό. Τον ρώτησε έπειτα με αγωνία:
—Πες μου, Γεώργιε, άλλαξες μυαλό; Σκέφθηκες καλύτερα; Άρχισες να μετανοείς για την πρώτη απόφαση σου η επιμένεις ακόμη σ' αυτή;
Όχι, βασιλεύ του απάντησε σταθερά. Παραμένω πιστός στον Χριστό. Και αν με ρωτάς, νομίζοντας πώς τα μικρά βασανιστήρια που μου έκανες με δειλιάσανε, σου απαντώ: Όχι! 
Οσοδήποτε μαρτύρια και αν μου κάνεις, οσοδήποτε κι αν υποφέρω, μένω και θα μένω σταθερός στην πίστη μου...
Άγρια θύελλα απάνθρωπης οργής και σκοτεινός εγωισμός τάραξε τότε τα νεύρα του αυτοκράτορα. Σηκώθηκε αγριεμένος και τρέμοντας από θυμό φώναξε:
—Μη στέκεστε. Ετοιμάστε τον τροχό. Δέστε τον κι’ αρχίστε τις στροφές...
Οι στρατιώτες φοβισμένοι από τον έξαλλο τόνο της φωνής του Διοκλητιανού, φέρανε απέναντι τους τον τροχό του μαρτυρίου. Πάνω σ’ εκείνο τον τροχό στήσανε ένα τραπέζι με 
κοφτερές λεπίδες και με άγκιστρα. Ήταν δε αυτά έτσι τοποθετημένα, ώστε καθώς φέρανε στροφή τον τροχό, πάνω στον οποίο ήταν δεμένος ο Γεώργιος, οι λεπίδες και τ’ 
άγκιστρα του κόβανε και του σχίζαν τις σάρκες. Τι τρομερό, τι σατανικό όργανο βασανισμού των Μαρτύρων! Ο Γεώργιος πονούσε και υπέφερε φοβερά. Οι πληγές που άνοιγαν 
τον συνταράζανε. Εκείνος όμως συνεχώς προσευχόταν. Παρακαλούσε τον Θεό να του δώσει δύναμη να αγωνιστεί νικηφόρα. Στην αρχή η προσευχή ήταν ακουστή απ’ όλους. 
Έπειτα γινότανε ψιθυριστή, διότι ο Άγιος σιγά - σιγά έχανε τις σωματικές του δυνάμεις. Ο Διοκλητιανός παρακολουθούσε με θηρωδία τον Άγιο στο βασανιστήριο και ειρωνευόταν 
την ανδρεία του λέγοντας:
—Που είναι ο Θεός σου, Γεώργιε; Γιατί δεν έρχεται να σε βοηθήσει, αλλά σ’ αφήνει να τυραννιέσαι έτσι;
Έπειτα σηκώθηκε ο αιμοβόρος βασιλεύς και προχώρησε προς τον ναό του ψεύτικου θεού Απόλλωνος να θυσιάσει στα είδωλα. Την ίδια στιγμή, κι’ ενώ ο Διοκλητιανός δεν είχε 
φύγει μακριά από τον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, βαριά και μαύρα σύννεφα σκεπάσανε τον ουρανό. Αρχίσανε βροντές. Αστραπές αυλακώσανε τα σύννεφα. Έπειτα 
ακούστηκε μία θεϊκή φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: 
—Γεώργιε, μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου. Σε παρακολουθώ που υπομένεις με πίστη και ανδρεία...
Ακολούθησε για λίγο γαλήνια σιγή. Ξαφνικά διαλύθηκαν τα μαύρα σύννεφα. Ξαστέρωσε ο ουρανός και, ώ του θαύματος! Ο Γεώργιος βρέθηκε όρθιος, λυμένος από τον τροχό. 
Άγγελος Κυρίου τον ελευθέρωσε από εκεί. Οι παρευρεθέντες κοντά στον τόπο του μαρτυρίου, μόλις είδανε το θαύμα αυτό, τα χάσανε. Πιστέψανε κι’ αυτοί στο Χριστό, που 
έδειχνε τη δύναμη Του τόσο φανερά. Τον πήρανε έπειτα από το χέρι οι στρατιώτες και βασανιστές με σεβασμό και φόβο και τον παρουσίασαν μπροστά στον βασιλέα, κοντά στον 
βωμό, που ήταν έτοιμος να θυσιάσει στα είδωλα. Μόλις εκείνος τον βλέπει ελευθερωμένο από τον τροχό εξαγριώνεται. Φωτιές πετούν τα μάτια του. Τα χείλη του τρέμουν. Είναι 
έτοιμα να ξεράσουν βρισιές. Αλλά ο Γεώργιος τον προλαβαίνει και του λέγει:
—Με παρέδωσες στο θάνατο, βασιλεύ, αλλά ο Θεός, ο Βασιλεύς των ουρανών, μ’ ελευθέρωσε. Δεν είναι ψέματα. Αυτός είναι αληθινός Θεός. Προσκυνήστε Τον και σεις όλοι. 
Πάψτε να γονατίζετε στα είδωλα.
Ο Διοκλητιανός έξαλλος φωνάζει:
—Πρωτολέοντα, Ανατόλιε γενναίοι μου χιλίαρχοι, διαλεχτοί αξιωματικοί μου, πιάστε τον. Δέστε τον... Τι με κοιτάζετε; Σας διατάζω. Είμαι ο αυτοκράτορας!...
Οι στρατηλάτες, όμως δεν υπακούν στη διαταγή του Διοκλητιανού. Και, όχι μονάχα αυτό, αλλά το θαύμα που είδανε προηγούμενος και η ουράνια φωνή, που άκουσαν, τους 
κάνανε να πιστέψουν στον Θεό του Γεωργίου.
Εκεί, λοιπόν, που ο αυτοκράτορας περίμενε να εκτελέσουν οι στρατηλάτες την διαταγή του, τους είδε γεμάτος έκπληξη και απορία, να πετούν τους στρατιωτικούς ζωστήρες και 
τα ξίφη τους στα πόδια του. Αυτό ήταν σημείο, πώς αρνιόνταν να ανήκουν πια στο στρατό του.
—Και μείς πιστεύουμε στο Χριστό, φωνάξανε με θάρρος.



Αίμα Μαρτύρων
—Θάνατος! Θάνατος! σάς περιμένει όλους, κραυγάζει τότε έξαλλος ο Διοκλητιανός. Δεν προλαβαίνει όμως να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει πώς να τους θανατώσει, και την ίδια 
στιγμή παρουσιάζονται μπροστά του στρατιώτες λαχανιασμένοι, που του λένε κι’ άλλα συνταρακτικά νέα:
—Βασιλεύ, του λέγουν, στους στρατιώτες γίνεται χαλασμός. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες αφήνουν τους θεούς σου και γίνονται χριστιανοί. Ακολουθούν τον Γεώργιο, διότι 
άλλοι είδανε το θαύμα κι’ άλλοι άκουσαν γι’ αυτό...
—Να συλληφθούν αμέσως όλοι κραυγάζει, ο Διοκλητιανός. Να μου τους φέρετε όλους δεμένους. Θα τους πνίξω ατό αίμα...
Και πράγματι, η σφαγή που ακολούθησε ήταν φοβερή. Ο Ανατόλιος και ο Πρωτολέων αποκεφαλίστηκαν λίγο έξω από την πόλη. Και πολλοί άλλοι βρήκανε μαρτυρικό τέλος. 
Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευσέβιος, ο Λέων, ο Λεόντιος, ο Λόγγινος, ο Βίκτωρ, ο Ζωτικός, ο Ζήνων και ο Ακίνδυνος. Όλοι τους όμως αντιμετώπισαν τον θάνατο με ψυχραιμία και 
γαλήνη. Πεθάναν λέγοντας προσευχές στο Χριστό.

Στον λάκκο με την άσβεστο
Ο Διοκλητιανός δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε πώς να εξοντώσει τους χριστιανούς, που πλήθαιναν καθημερινώς. Φοβότανε ακόμη τον Άγιο Γεώργιο. Όσο εκείνος ήταν ζωντανός, πολλοί χριστιανοί ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Γι’ αυτό διέταξε να θανατωθεί. Πήρανε, λοιπόν, το άλλο πρωί τον Μεγαλομάρτυρα οι στρατιώτες του Διοκλητιανού 
και τον πήγανε λίγο έξω από την πόλη. Εκεί ήταν ένας τεράστιος λάκκος με ασβέστη. Είχανε ρίξει μέσα στο λάκκο αυτό άφθονο νερό και η άσβεστος κόχλαζε. Μέσα στο λάκκο 
εκείνο πετάξανε οι ειδωλολάτρες στρατιώτες τον Άγιο και τον αφήσανε επί τρεις μέρες και νύχτες. Την τρίτη μέρα διέταξε ο αυτοκράτορας να σκάψουν στο λάκκο και να βρούνε ότι 
απόμεινε από το κορμί του Αγίου. Διέταξε ακόμη να εξαφανίσουν τα υπολείμματα από το σώμα του, για να μη τα βρούνε οι χριστιανοί. Γιατί μ’ αυτά θα θέριευε πιο πολύ η πίστης 
τους. Στρατιώτες, λοιπόν, πολλοί και πλήθος κόσμου βγήκανε την τρίτη μέρα έξω από την πόλη, για να δούνε το σώμα του Αγίου και να εκτελέσουν την διαταγή του αυτοκράτορα.
Κοιτάξανε όλοι τους με απορία τους στρατιώτες, που άρχισαν να σκάβουνε στο μέρος, που είχανε πετάξει τον Μεγαλομάρτυρα. Ξαφνικά βλέπουνε τον Άγιο να βγαίνει από το 
λάκκο σώος κι’ αβλαβής. Η φοβερή φωτιά της ασβέστου, με την δύναμη του Θεού, δεν τον είχε πειράξει καθόλου. Όλοι τότε τα χάσανε. Το θαύμα είναι ολοφάνερο! Πολλοί 
φωνάζανε:
—Ο Θεός του Γεωργίου είναι αληθινός! Είναι θαυματουργός!
Τον παρουσιάζουν έπειτα στον αυτοκράτορα και του λένε τα καθέκαστα. Τότε ο αυτοκράτορας αποκρίνεται στον Μεγαλομάρτυρα:
—Πες μου, Γεώργιε, που έμαθες την τέχνη της μαγείας; Φανέρωσε μας την τέχνη σου και πάψε να μας λες, πώς τάχα είσαι χριστιανός και θαυματουργεί ο Θεός σου...
—Εγώ, βασιλεύ, είπε ο Άγιος, νόμιζα, ότι αυτό το θαύμα του Χριστού, με το οποίο σώθηκα από το καμίνι της ασβέστου, θα σ’ έκανε να δεις την αλήθεια. Δυστυχώς όμως είσαι 
δεμένος στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας και ονομάζεις έργα μαγείας τα ολοφάνερα και εξαίσια θαύματα του Χριστού. 

                                
  

Τα πυρακτωμένα υποδήματα
Ο Διοκλητιανός όμως ούτε ακούει, ούτε βλέπει, ούτε συγκινείται από αυτά. Είναι ένας πωρωμένος χριστιανομάχος. Αντί λοιπόν άλλης συζητήσεως με τον Άγιο, τον βάζει σε νέο 
φρικτό μαρτύριο. Διατάζει να του φορέσουνε σιδερένια υποδήματα, αφού πρώτα τα βάλουνε στη φωτιά και καούνε, μέχρις ότου κοκκινίσει το μέταλλο. Τα παπούτσια εκείνα είχανε 
μέσα και καρφιά όρθια. Μόλις, λοιπόν, κοκκίνισαν τα μετάλλινα παπούτσια, οι βασανιστές του τα φέρανε μπροστά να τα φορέσει. Εκείνος έκανε τον Σταυρό του και 
προσευχόμενος τα φόρεσε. Οι ειδωλολάτρες τον σπρώχνανε και του φωνάζανε να τρέχει, ενώ ο αυτοκράτορας γελούσε και κάγχαζε. Το μαρτύριο αυτό κράτησε πολύ. Αλλά τον 
Άγιο τον φύλαξε ο Θεός. Έπειτα, με φορεμένα αυτά τα φοβερά υποδήματα, τον κλείσανε σ' ένα υγρό κι’ απαίσιο κελί. Εκεί έμεινε όλη την νύχτα και προσευχότανε:
Κύριε, έλεγε, βοήθησέ με. Τώρα, που οι πόνοι μου με σπαράζουνε, τώρα που ταράζονται οι σάρκες και τα κόκαλα μου και οι εχθροί μου πληθύνονται, έχω πιο πολύ την 
ανάγκη της βοηθείας Σου... Έλεγε ψαλμούς από το ψαλτήρι της Εκκλησίας, που τους ήξερε απ’ έξω.
Όταν ξημέρωσε είδε μ’ έκπληξη, ότι δεν υπήρχε καμιά πληγή στα πόδια του. Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς, που νόμιζε, ότι ύστερα από αυτό το μαρτύριο, που πέρασε ο Άγιος, δεν 
θα μπορούσε διόλου να βαδίζει, διέταξε να τον φέρουνε μπροστά του, έστω και φορτωμένο στους ώμους των στρατιωτών. Όταν όμως τον βλέπει να βαδίζει κανονικά, σαν να μη 
είχε συμβεί τίποτε, γεμάτος απορία και κακία τον ρωτάει:
—Έμεινες, λοιπόν, ευχαριστημένος από τα υποδήματα; Σου κάνανε καλό; Σού φέρανε χαρά;
—Ναι βασιλεύ! Είπε ο Άγιος.
—Άφησε, Γεώργιε, την μαγική σου τέχνη. Πάψε να ξεγελάς τον εαυτό σου και τους άλλους με αυτές τις ανοησίες.
—Ανόητος είσαι συ, βασιλεύ! Είπε τότε ο Μεγαλομάρτυς στον Διοκλητιανό. Και συνέχισε:
—Σου μιλάω έτσι, διότι βλέπω, ότι ονομάζεις την δύναμη του Θεού μαγική τέχνη.



Ραβδίζεται φοβερά
Ταράζεται τότε από οργή ο αυτοκράτορας. Πρώτη φορά βλέπει ένα αξιωματούχο του να τον κρίνει τόσο αυστηρά. Για να ικανοποιήσει τον βάρβαρο εγωισμό του, διατάζει 
ουρλιάζοντας να μαστιγώσουν ανελέητα τον Μεγαλομάρτυρα. Το μαρτύριο των ραβδισμών είναι φοβερό. Οι βασανιστές κτυπούν τον αθλητή του Χριστού, χωρίς λύπη. Κρατούνε 
στα χέρια τους νεύρα βοδιών (βούνευρα) και μ’ αυτό οργώνουν το νεανικό κορμί του Αγίου. Ο ένας σταματάει, ο άλλος αρχίζει... Ανοίγουν πληγές στη ράχη και στην κοιλιά του 
μάρτυρος. Το στήθος του γίνεται κόκκινο από το αίμα. Οι πόνοι είναι μεγάλοι κι’ αβάσταχτοι. Αλλά η αγάπη για τον Χριστό είναι μεγαλύτερη.. Κι’ έτσι ο Άγιος υποφέρει γι’ αυτόν τα 
πάντα. Και πάνω στην φρίκη των πόνων όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Αγίου ένα γλυκό φως, μια λάμψη παράξενη, μια ευτυχία, που κανείς δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. 
Μόνο ο Διοκλητιανός ο ξεροκέφαλος και πιο αιμοδιψής τύραννος συνέχιζε να λέγει, ότι ο Γεώργιος τα κάνει όλα αυτά με την δύναμη της μαγικής τέχνης.

Ο μάγος Αθανάσιος
Τότε ο επίτροπος, ο πρωτοσύμβουλος του αυτοκράτορα, ο οποίος ονομαζότανε Μαγνέντιος, του είπε:
—Μη στεναχωρείσαι, βασιλεύ. Στην πόλη μας βρίσκεται ο μεγαλύτερος μάγος της αυτοκρατορίας σου. Είναι ο μεγάλος μάγος Αθανάσιος. Αυτός ξέρει όλη την μαγική τέχνη. Να 
τον καλέσεις, λοιπόν, κι’ αυτός αμέσως θα νικήσει την τέχνη του Γεωργίου. Καλέσανε τότε τον μεγάλο μάγο Αθανάσιο στ’ ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο αυτοκράτορας είπε τότε 
στον μάγο την περίπτωση του Μεγαλομάρτυρα και κατέληξε με τούτα τα λόγια:
—Ο Γεώργιος με την τέχνη του, μας έκανε τέρατα και σημεία, όπως ξέρεις και όπως - όπως όλοι το ξέρουν. Τώρα το πώς τα έκανε όλα αυτά, μονάχα εάν μπορείς να γνωρίζεις 
και οι μάγοι που είναι, σαν κι’ εσένα. Με μαγείες, λοιπόν, και συ, σε παρακαλώ, να τον κάνεις να γονατίσει στις διαταγές μου ή διαφορετικά να προετοιμάσεις κανένα δηλητήριο, 
ώστε να θανατωθεί μ' αυτό...
—Αύριο, βασιλεύ, θα μπορώ να σου δείξω την δύναμη μου, είπε ο μάγος. Κάνε μόνον υπομονή για τη νύχτα...
Ο μάγος, λοιπόν, έφυγε για το μαγικό του εργαστήριο, ενώ ο Άγιος κλείστηκε στη φυλακή, όπου φρουρούσαν διπλοφρουροί. Την άλλη μέρα, σχεδόν ξημερώματα, έφτασε ο 
μάγος στο αυτοκρατορικό παλάτι, φέρνοντας μαζί του δυο πήλινα αγγεία γεμάτα δηλητήριο. Όταν συνάντησε στο προαύλιο τον βασιλέα, του είπε εγωιστικά:
—Διάταξε, Βασιλεύ, να φέρουν εδώ μπροστά σου τον κατάδικο Γεώργιο και θα δεις την δύναμη των μεγάλων θεών. Όπως βλέπεις, Βασιλεύ, έχω εδώ δύο πήλινα αγγεία. Στο 
ένα έχω τέτοιο μαγικό δηλητήριο, που μόλις το πιει θα χάση τα λογικά του και χωρίς καμιά αντίρρηση θα εκτελεί τις διαταγές σου. Στο άλλο δοχείο, που κρατώ στο δεξί μου χέρι, 
έχω δηλητήριο θανάτου. Μόλις πιει απ’ αυτό θα πεθάνει.
Ο Διοκλητιανός δεν χάνει καιρό. Διατάζει και φέρουν μπροστά του τον Άγιο αμέσως.
—Τώρα -του λέγει ο αυτοκράτορας- δεν θα πιάνουν πια τα μάγια σου, Γεώργιε!
Ο γενναίος μάρτυρας μένει αμίλητος. Τότε ο Διοκλητιανός κάνει νόημα στο μάγο να δώσει στον Γεώργιο από το φάρμακο, που χάνονται τα λογικά και συγχρόνως διατάζει τον Άγιο 
να το πιει. Εκείνος προσεύχεται και το πίνει με θάρρος.
Περιμένει ο αυτοκράτορας. Δεν παθαίνει όμως τίποτε ο Γεώργιος. Πλημμυρίζει από αγωνία ο αυτοκράτορας. Τον πνίγει ο εγωισμός. Τυφλωμένος τώρα από την κακία του, 
διατάζει τον μάγο Αθανάσιο να δώσει στον Άγιο και το άλλο φάρμακο, το δηλητήριο του θανάτου. Το πίνει κι’ αυτό ο Μεγαλομάρτυρας, χωρίς να πάθη και πάλιν τίποτε. Περνάει 
αρκετή ώρα σιγής.
Ο μάγος Αθανάσιος, που ήξερε την δύναμη των δηλητηρίων του τα χάνει. Δεν ξέρει ποια δύναμη προστατεύει τον Γεώργιο. Το πλήθος, που βλέπει τα όσα συμβαίνουν, μένει 
κατάπληκτο. Και ξαφνικά ο αυτοκράτορας ξεσπάει μ’ αυτά τα λόγια:
—Οι τέχνες σου οι μαγικές, Γεώργιε, μας σαλεύουν τα μυαλά. Πες μας, λοιπόν, μέχρι πότε θα μας βασανίζεις; Μέχρι πότε θα μας κρύβεις την αλήθεια;
—Καταλαβαίνω την απορία σου, βασιλεύ, είπε ο Γεώργιος. Αλλά δεν θα σου κρύψω την αλήθεια. Σου λέγω, λοιπόν και πάλι, ότι δεν με προστατεύει η μαγική τέχνη, όπως εσύ 
λες, αλλά η δύναμης του Χριστού, του Θεού μου, τον Οποίον εγώ πιστεύω. Ο Θεός των χριστιανών είναι Θεός ζωής και αναστάσεως... Είναι Θεός θαυμάτων. Αρκεί να υπάρχει 
η πίστης.

                            





Ο Άγιος ανασταίνει νεκρό
Έγινε έπειτα μεγάλη συζήτησις, για την ανάσταση των νεκρών. Ο μάγος Αθανάσιος, όταν άκουσε για αναστάσεις, γέλασε ειρωνικά και είπε:
—Εμείς, βασιλεύ, χρόνια ολόκληρα ασχολούμεθα με την μαγική τέχνη, αλλά αναστάσεις νεκρών δεν μπορούμε να κάνουμε. Αν, λοιπόν, τώρα αυτός εδώ ο Χριστιανός μπορέσει 
ν’ αναστήσει νεκρό, τότε δεν μπορώ, παρά να ειπώ, ότι μεγάλο Θεό πιστεύει και προσκυνάει... Την ίδια στιγμή πετάχτηκε ο πρωτοσύμβουλος του Βασιλέως Μαγνέντιος και είπε, 
γελώντας ειρωνικά:
—Γεώργιε, αν θέλεις να πιστέψουμε στην θρησκεία σου, ανάστησε ένα από τους νεκρούς αυτούς χριστιανούς, που είναι εδώ κοντά και που τιμωρήθηκαν οι ανόητοι με θάνατο, 
για την πίστη τους...
Ο Άγιος δέχτηκε την πρόσκληση των άπιστων, δια να πιστέψει ο λαός και δοξαστεί ο Χριστός. Προχωρεί λοιπόν προς τα λείψανα των μαρτύρων και συγχρόνως προσεύχεται 
θερμά, φλογερά κι’ ολόψυχα. Μόλις φθάνει κοντά στ’ άταφα σώματα, γονατίζει και υψώνει τα μάτια του στον ουρανό. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του. Είναι η πιο μεγάλη στιγμή 
σ’ ένα μεγάλο αίτημα του προς τον Χριστό: Ο Άγιος ζητεί να επιστραφεί η ψυχή ενός νεκρού, για να ντροπιαστεί έτσι η ειδωλολατρία και να θριαμβεύσει η πίστης στο Χριστό. 
Η προσευχή τελειώνει. Ο Άγιος σηκώνεται και με φωνή σταθερή μιλάει σ’ έναν από τους νεκρούς έτσι:
—Εις το όνομα του Χριστού αναστήσου! Πάρε ζωή και σήκω!
Και τότε όλοι μένουν βουβοί και ξεροί... Πράγματι! Ο νεκρός υπακούει και σηκώνεται. Επικρατεί σιγή για λίγο. Πολλοί σπάνε τον πάγο του τρόμου, φωνάζοντας:
—Είναι Αληθινός ο Θεός των χριστιανών!
Ο Διοκλητιανός κλείνει τα μάτια του μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο και συνεχίζει να λέγει, ότι όλα είναι μαγείες.
Ο μάγος όμως Αθανάσιος καταλαβαίνει, ότι θεία δύναμης κρύβεται πίσω από τον Άγιο. Δεν ακούει, ούτε τα λόγια του αυτοκράτορα, ούτε του Μαγνεντίου. Τρέχει και πέφτει στα 
πόδια του Γεωργίου, λέγοντας:
—Αληθινός είναι ο Θεός σου, Γεώργιε! Συγχώρεσε με, για ότι σου έφταιξα. Πιστεύω και εγώ εις τον Θεό των Χριστιανών...


Ο Διοκλητιανός σαστίζει. Μένει για λίγο βουβός κι’ αμίλητος. Τα χάνει. Δεν ξέρει τί να κάνει. Έπειτα όμως διατάζει να σιωπήσουν όλοι και όταν απλώθηκε νεκρική σιγή, φώναξε 
δυνατά στο πλήθος:
—Ο καταραμένος ο Αθανάσιος είναι μάγος και όπως καταλαβαίνετε, μας ξεγέλασε όλους. Δεν του έδωσε δηλητήρια, αλλά δυναμωτικά φάρμακα. Ψέματα είναι όλα. Όλοι θέλουνε 
να καταστρέψουν το βασίλειο μου. Ζηλεύουν την δόξα μου... Ψέματα ήταν και η ανάστασης του νεκρού! Δεν πιστεύω τίποτε. Παντού γύρω μου βρίσκονται μάγοι και απατεώνες... 
Εγώ όμως δεν θα σταυρώσω τα χέρια. Δεν θα τους αφήσω να με ξεγελούν. Αυτή τη στιγμή κιόλας παίρνω την μεγάλη απόφαση...
Θάνατος στους χριστιανούς! Θάνατος στον αναστημένο! Θάνατος στον μάγο Αθανάσιο! Θέλω αίμα. Διψώ για αίμα χριστιανών... Σαν άγριος σίφουνας ορμήσανε έπειτα οι 
στρατιώτες του Διοκλητιανού μέσα στο πλήθος. Αρπάξανε σαν ανήμερα θηρία τον μάγο Αθανάσιο και τον αναστημένο νεκρό και τους σκοτώσανε. Και έτσι αυτός ο καλότυχος 
έγινε δυο φορές μάρτυρας. Έπειτα σύρανε βάρβαρα τον Μεγαλομάρτυρα στην φυλακή και τον δέσανε εκεί σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο.



Τα θαύματα συνεχίζονται
Τα θαύματα όμως του αγίου είχαν γίνει γνωστά απ’ όλους και από παντού πολλοί χριστιανοί τρέχανε στη φυλακή. Παρακαλούσαν τους δεσμοφύλακες, τους φιλοδωρούσαν και 
κατόρθωναν έτσι να δούνε το φωτεινό πρόσωπο του Μάρτυρος. Πολλοί άρρωστοι βρίσκανε την θεραπεία τους, καθώς γονάτιζαν στα πόδια του Αγίου.
Μια μέρα κατόρθωσε να μπει στο κελί του Γεωργίου ένας φτωχός γεωργός, ονόματι Γλυκέριος. Λυπημένος έπεσε στα πόδια του Αγίου και άρχισε να κλαίει, λέγοντας!
—Άνθρωπε του Θεού, βοήθησε με. Είμαι φτωχός. Άκουσε τον πόνο μου. Εκεί, καθώς όργωνα την γη με τα βόδια μου, ένα από τα βόδια μου ψόφησε. Σε παρακαλώ, Άγιε, κάνε 
ζωντανό το βόδι μου να μη πεθάνει η οικογένεια μου από την πείνα. Θα σ’ ευγνωμονώ κι’ εγώ και τα παιδιά μου...
Ο Γεώργιος άκουσε με στοργή και συγκίνηση τα λόγια του γεωργού. Κατάλαβε τον πόνο του και του είπε με γλυκό χαμόγελο:
—Πήγαινε στο χωράφι σου, Γλυκέριε και θα βρεις το βόδι σου ζωντανό!
Έτρεξε τότε χαρούμενος ο γεωργός στο χωράφι του και είδε το βόδι του ζωντανό, όπως του είχε είπε ο Άγιος. Δεν συνέχισε όμως το όργωμα του χωραφιού, αλλά γύρισε πάλι 
στην φυλακή. Ευχαρίστησε τον Γεώργιο και φώναξε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό:
—Αλήθεια! Μεγάλος και δυνατός Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών...
Δεν πρόλαβε όμως να συνέχιση τον ύμνο της ευγνωμοσύνης του, γιατί αμέσως τον άρπαξαν οι ειδωλολάτρες αξιωματικοί και τον οδήγησαν μπροστά στον αυτοκράτορα 
Διοκλητιανό, κατηγορούμενο για την χριστιανική πίστη του. Ο θηριόψυχος αυτοκράτορας μόλις άκουσαν, ότι ο Γλυκέριος είναι οπαδός του χριστιανισμού δεν ρωτάει τίποτε άλλο, 
αλλά διατάζει αμέσως να αποκεφαλιστεί.
Εν τω μεταξύ κάποιος από τους αξιωματούχους του βασιλέως, παρουσιάζεται στον Διοκλητιανό και του λέγει, ότι πολλοί χριστιανοί κατορθώνουν και επισκέπτονται τον Άγιο. 
Του λέγει ακόμη, ότι, αν και φυλακισμένος ο Γεώργιος, κατορθώνει να παίρνει με το μέρος του πολλούς ειδωλολάτρες και να δίνει θάρρος στους χριστιανούς. Βγάζει τότε πιο 
αυστηρές διαταγές ο Διοκλητιανός. Απομονώνει εντελώς τον Άγιο. Τον οδηγεί σε βαθύτερο, υγρότερο και σκοτεινότερο κελί της φυλακής. Βάζει τριπλούς και τετραπλούς 
σκοπούς και φύλακες στις πόρτες. Έπειτα καλεί τον πρωτοσύμβουλό του Μαγνέντιο και του λέγει:
—Μαγνέντιε, πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για τον Γεώργιο. Εσύ τι γνώμη έχεις;
—Συμφωνώ, βασιλεύ. Πρέπει να δώσουμε τέλος σ’ αυτήν την ιστορία. Αύριο πρέπει να κάνουμε την τελική ανάκριση.

Το θεϊκό όνειρο
Την νύχτα εκείνη ο Άγιος προσευχόταν στην φυλακή συνεχώς. Αργά τα μεσάνυχτα, από την πείνα, τα μαρτύρια και την εξάντληση, αποκοιμήθηκε. Τότε βλέπει στον ύπνο του την 
μορφή του Χριστού. Τον είδε να σκύβει, να τον φιλάει και να του βάζει στεφάνι στο κεφάλι του, λέγοντας:
—Γεώργιε, μη φοβάσαι. Προχώρα με θάρρος. Η ώρα της αιωνίας χαράς σου πλησιάζει. Από σήμερα αξιώθηκες να βασιλεύσεις κοντά μου. Δεν θα αργήσεις. Θα έλθεις γρήγορα 
κοντά μου. Όλα τα αγαθά είναι έτοιμα για σένα. Σε περιμένω... 
Όταν ξύπνησε ο Άγιος κατάλαβε, ότι εκείνο το όνειρο ήταν θεϊκό. Ειδοποίησε, λοιπόν, τον υπηρέτη του και του είπε συγκεκριμένα, ότι το τέλος του πλησιάζει. Τον παρακάλεσε 
δε να φροντίσει, για το σώμα του. Του είπε να το μεταφέρει στην Παλαιστίνη, στη Λύδδα, στην πατρίδα της μητέρας του.



Συντρίβει τα είδωλα
Όταν ξημέρωσε, ο Διοκλητιανός διέταξε να φέρουν μπροστά του τον νεαρό Μάρτυρα. Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν φρουρούμενο στ’ ανάκτορα. Εκεί μόλις τον αντίκρισε ο 
Διοκλητινανός και αλλάζοντας τακτική, άρχισε να του λέει:
— Βλέπεις, Γεώργιε, πόση μεγαλοψυχία έχω. Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ εκτιμώ, επειδή αναγνωρίζω πώς είσαι ένας γενναίος και καλός αξιωματικός, δεν σε θανατώνω, όπως 
ταιριάζει στους χριστιανούς, αλλά περιμένω να μετανοήσεις. Σου λέγω και πάλιν: Είσαι γενναίος, Γεώργιε, και πρέπει να ζήσεις, για το καλό της αυτοκρατορίας μου. Μα τους 
θεούς, σου λέγω, ότι είμαι έτοιμος να μοιρασθώ μαζί σου και την βασιλεία μου, την απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά θυσίασε πρώτα στους θεούς! Κάνε μου τη χάρη.
Ο Άγιος τον κοίταξε σκεπτικός κι’ αμίλητος. Τότε ο αυτοκράτορας νόμισε, πώς άρχιζε να τον καταφέρνει και τον ρώτησε με αγωνία:
—Πες μου, λοιπόν, Γεώργιε, πες μου, παιδί μου, τί σκέφτεσαι;
—Σκέφτομαι, βασιλεύ, πώς θα ήταν καλύτερα να μπούμε στο ναό σας, για να δω πρώτα τα είδωλα σας κι’ έπειτα να σου απαντήσω.
Γεμάτος από χαρά και ελπίδα προχώρησε ο αυτοκράτορας, μαζί με τους άρχοντες και τον κατάδικο Γεώργιο στο ναό του Απόλλωνος,. Όλοι προσμένανε μ’ αγωνία να δούνε, 
τι θα έκανε ο Άγιος. Ξαφνικά τον βλέπουνε να τεντώνει το δεξί του χέρι προς το άγαλμα του Απόλλωνος και να λέγει:
—Είναι, ποτέ, δυνατόν να θυσιάσω εγώ ο Χριστιανός σ' εσένα, άψυχο είδωλο;
Έπειτα ο Μάρτυς έκανε το Σταυρό του. Τότε το πνεύμα, που κατοικούσε στο είδωλο του Απόλλωνα, ταράχθηκε από την παρουσία του Αγίου και έβγαλε δυνατή φωνή λέγοντας:
—Δεν είμαι εγώ θεός! Κανένα είδωλο δεν είναι θεός. Μόνον Εκείνος, που κηρύττεις εσύ, είναι Θεός Αληθινός. Εμείς όλοι, που κρυβόμαστε στα είδωλα, είμαστε πονηρά 
πνεύματα. Κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους...
—Γιατί, λοιπόν, εξακολουθείτε να μένετε εδώ, ενώ παρευρίσκομαι κι εγώ που είμαι δούλος του Θεού; ρώτησε ο Άγιος.
Ακούστηκε τότε κρότος και θόρυβος φοβερός. Έγινε τρομακτική σύγχυση. Ακούστηκαν φωνές, κλάματα και βοητό. Έγινε κάτι τρομακτικό. Ο ναός των ειδώλων σείστηκε συθέμελα 
και τα αγάλματα όλα πέσανε καταγής και γίνανε συντρίμμια. Απελπισία κι αγανάκτηση πλημμύρισε τότε τις καρδιές του βασιλιά και των αρχόντων. Μερικοί μάλιστα ιερείς των 
ειδώλων επιτέθηκαν κατά του Αγίου με αγριότητα. Έβλεπαν οι ανόητοι τους θεούς τους να είναι σκόρπια κομμάτια στη γη και δεν ξέρανε τι να κάνουν. Πάνω στο κακό και στην 
οργή τους φωνάζανε:
—Σκοτώστε αυτόν τον πλάνο, προτού μας γκρεμίσει το ναό. Ακούστηκαν τότε κραυγές και βρισιές πολλές. Η βοή και ο θόρυβος έφτασε μέχρι το παλάτι. Η βασίλισσα Αλεξάνδρα, 
που κοιμότανε εκεί, σηκώθηκε ξαφνιασμένη. Κατάλαβε, πώς όλος εκείνος ο θόρυβος γινότανε, για τον χριστιανό Γεώργιο. Η καρδιά της εκείνη την στιγμή κτύπησε παράξενα και 
ψιθύρισε:
—Τόσο καιρό είμαι χριστιανή και το κρύβω. Δεν είναι σωστό. Η πίστης και η αγάπη για τον Χριστό δεν πρέπει να κρύβονται. Και λέγοντας αυτά, ντύθηκε γρήγορα, βγήκε έξω και 
μπερδεύτηκε μέσα στο πλήθος, φωνάζοντας:
—Θεέ του Γεωργίου βοήθησε με.. Μονάχα Εσύ είσαι Αληθινός Θεός.
Την ίδια στιγμή ο αυτοκράτορας γεμάτος πείσμα κατηγόρησε τον Άγιο και τον έλεγε άσεβη, διότι γκρέμισε τα είδωλα του ναού, έστω κι αν αυτό έγινε με θαύμα.
Ο Μεγαλομάρτυς όμως ατάραχος και γαλήνιος του απαντούσε, λέγοντας:
—Είναι ντροπή, για σένα βασιλεύ, να στηρίζεσαι σε τέτοιους θεούς, όταν βλέπεις ότι οι θεοί σου αυτοί δεν μπορούνε να προστατεύσουνε ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους!
Κι’ ενώ η συζήτησις προχωρούσε, ανάμεσα από τον βασιλέα και τον Άγιο, μπήκε η Αλεξάνδρα, η γυναίκα του Διοκλητιανού, η οποία ευχαριστούσε τον Μάρτυρα για τα θαύματά 
του και κατηγορούσε την πλάνη της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Ο αυτοκράτορας τα χάνει. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουνε τα μάτια του.
—Πάει, ψιθυρίζει. Χάνομαι. Είμαι δυστυχής. Λερναία Ύδρα γίνετε η θρησκεία αυτών των άπιστων και με πνίγει. Πήρανε και την γυναίκα μου με το μέρος τους. Κι’ όμως πρέπει να 
μείνω αλύγιστος. Ούτε σπιθαμή πίσω...
Ανάβει έπειτα το εγκληματικό του πάθος και φωνάζει τον πρωτοσύμβουλό του να συντάξει ένα τυπικό κατηγορητήριο, για την θανατική ποινή του Τροπαιοφόρου Γεωργίου και 
της Αλεξάνδρας. Η διαταγή εκείνη του αυτοκράτορα έλεγε τα εξής περίπου:
«Τόν Χιλίαρχον Γεώργιο, χριστιανόν, ὁ οποίος κατεφρόνησε τήν βασιλικήν ἐξουσίαν, ὕβρισε τούς θεούς καί κατέστρεψε τούς ναούς τῶν, διατάσσω ν’ ἀποχεφαλισθῆ μαζί μέ τήν 
βασίλισσαν Ἀλεξάνδραν».
Η βασίλισσα Αλεξάνδρα όμως δεν πρόλαβε να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού. Εκεί καθώς προσευχόταν στην φυλακή, ξεψύχησε σιωπηλά κι’ ήρεμα σαν πουλάκι. Ο Θεός 
θέλησε να της χαρίσει γλυκό ειρηνικό τέλος.

Το μαρτυρικό τέλος
Το πρωί της 23ης Απριλίου του 303 μ.Χ. οι στρατιώτες μπήκανε στο κελί του Αγίου με γυμνά ξίφη κι’ άγριες μορφές. Ο μάρτυς του Χριστού κατάλαβε, πώς είχε φθάσει η μεγάλη 
στιγμή του τέλους του. Εκείνοι βλοσυροί κι’ αμίλητοι τον βγάλανε έξω από την πόλη. Ανάπνευσε ευτυχισμένος το άρωμα της ανοίξεως, καθώς προχωρούσε μέσα από τις 
πρασινάδες και τα λουλούδια. Άφησε για στερνή φορά τα μάτια του ν’ αγκαλιάσουν την όμορφη πλάση του Δημιουργού. Έπειτα ψιθύρισε:
—Τί είναι αυτά Κύριε μπροστά στην εικόνα της ευτυχίας, που μας περιμένει. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Σου…
Όταν φθάνουν στον τόπο της εκτελέσεως ο Άγιος γονατίζει και προσεύχεται, για τους δήμιους του. Έπειτα αναφωνεί:
—Θεέ μου, δέξου την ψυχή μου…
Και προσθέτει κοιτάζοντας το πλήθος, που έχει συγκεντρωθεί για να δει την εκτέλεση
του:
—Αξίωσε, Κύριε, κι αυτούς να σε γνωρίσουν και να πιστέψουνε στη δύναμη Σου.
Έπειτα επικρατεί νεκρική σιγή. Ο Άγιος σκύβει τον αυχένα στην δήμιο με θάρρος. Σε λίγο κόβεται η Αγία Κεφαλή και το αγνό αίμα του τρυφερού Μεγαλομάρτυρα ποτίζει το 
ανοιξιάτικο χορτάρι της γης...
Η ψυχή του, ανεβαίνει στους ουρανούς, για να χαρεί την παντοτινή, την αιώνια, την ατέλειωτη άνοιξη της ευτυχίας του Παραδείσου.
Μεγάλη εκδηλώθηκε η τιμή των χριστιανών προς τον Άγιο στο πέρασμα των αιώνων. Τον τιμούν για τον ηρωισμό του και το μαρτύριο του. Τον ευλαβούνται, διότι ο Θεός του 
έδωσε την χάριν να κάνει πολλά θαύματα. Εκείνος αγάπησε τον Θεό πολύ, και ο Θεός τίμησε την πίστη του, την αρετή του, την ευσέβεια του και το μαρτύριο του. Και οι 
άνθρωποι με ξεχωριστό σεβασμό και συγκίνηση τον έτι μη σαν, τον τιμούν και θα τον τιμούν εις αιώνας αιώνων.


                                        
     


Τα θαύματα του Αγίου



α) Η μεταφορά της κολώνας

Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να την στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρο της τον Άγιο, που μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στην θάλασσα . Η κολώνα βρέθηκε στην Ρώμη με μια επιγραφή να τοποθετηθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.



β) Σωτηρία ενός αιχμαλώτου στρατιώτη

Στην Παμφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστεί προς τιμή του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να δίνει το όνομα του σ' ένα από τα αρσενικά παιδιά της. Τούτο συνέβη και σε μια ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της που ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και όταν έγινε είκοσι χρόνων τον κάλεσαν στο στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί Χριστιανοί μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, έπεσαν σε ενέδρα, και από αυτούς άλλους έσφαξαν, άλλους έκαμαν υπηρέτες και άλλους πώλησαν δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, που τον εκτίμησε πολύ.



Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε το αγαπημένο τους παιδί.



Αλλά και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου και οι γονείς, που πάντα είχαν την ελπίδα ότι το παιδί τους ζει, κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.



Εκείνη την ημέρα ο αξιωματικός του Γεωργίου του ζήτησε να του πλύνει τα πόδια πριν από το φαγητό και γι' αυτό ο Γεώργιος πήγε να ζεστάνει νερό. Όλη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο του που γιόρταζε να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το ετοίμασε για τον αφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άγιος έφιππος σ' ένα άσπρο άλογο και αφού ανέβασε τον νέο σ' αυτό αμέσως, τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι τότε έκθαμβοι και όταν εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια, όλοι γεμάτοι χαρά δόξασαν το Θεό.



γ) Η επιστροφή του γιου της χήρας

Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, που όλοι θα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Πραγματικά οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ αυτών που αιχμαλώτισαν ήταν και ένας πολύ ωραίος νέος, ο γιος μίας πλούσιας χήρας. Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμιράν της Κρήτης που τον έβαλε υπηρέτη της τράπεζας του.



Η μάνα του από την στιγμή που χάθηκε ο γιος της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν βράδυνε να εκπληρώσει τον πόνο της πονεμένης μάνας. Και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να προσφέρει κρασί στον Αμιράν, ο Άγιος Γεώργιος τον άρπαξε και το μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθέρωσης.



δ) Ευεργέτης, αλλά και τιμωρός

Στην Παμφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος ναός προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα, γι' αυτό τα άλλα το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρακάλεσε να το βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του προσφέρει ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.



Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με τα άλλα παιδιά που τα νίκησε. Αμέσως πήγε στο σπίτι του και μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφτηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Τι τα θέλει αυτά ο Άγιος; Μήπως πρόκειται να τα φάει;» Εκάθησαν, λοιπόν, και έφαγαν του σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν μπορούσαν να σηκωθούν, γιατί είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν, αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, να δώσει ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν' απελευθερωθούν. Μόλις βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου είναι πολύ ακριβά, γι' αυτό και εμείς δεν θα ξαναγοράσουμε τίποτα από εσένα».



ε) Τιμωρία του Σαρακηνού

Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα να συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μην βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ' ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις παρακολουθεί. Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία, αμέσως πέθαναν όλες. Τότε το θαύμα διαδόθηκε , ο δε Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι το πρωί που ήλθε ο ιερέας για να λειτουργήσει. Στη διάρκεια της λειτουργίας, την ώρα της μετουσίωσης των τιμίων δώρων, ο Σαρακηνός είδε όραμα ότι ο ιερέας αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε και το αίμα του χύθηκε στο Άγιο ποτήρι, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το έβαλε στο ιερό δίσκο. Όταν τέλειωσε το κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτό ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις. Ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία ευχαριστία, και ακόμα του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνο οι μεγάλοι πατέρες είδαν. «Εγώ - του λέει ο ιερέας - δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και μόνο άρτο και κρασί βλέπω». Εξήγησε κατόπιν στον Άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί γιατί πίστεψε ότι η Χριστιανική πίστη ήταν η πιο αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το μάθαινε ο θείος του , που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θα άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλευσε να γίνει μοναχός στο όρος Σινά. Και πραγματικά έτσι έγινε.



Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον ηγούμενο του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφτασε εκεί ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε. Αφού του αποκάλυψε ποιός ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Χριστό. Ο ιερέας δόξασε τον Θεό και του είπε: «πήγαινε παιδί μου στον θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ' αυτόν όσο και σ' άλλους Σαρακηνούς». Ο μοναχός σαν τα άκουσε αυτά συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν άρχοντας. Όταν έφτασε εκεί, περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξτε εδώ Σαρακηνοί, διότι θέλω να σας μιλήσω». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πει. Ο μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ρωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιράν, πού έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απάντησαν. «Αν μας πεις που βρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεφτά θέλεις». Ο μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».



Αφού άρπαξαν τον μοναχό, τον οδήγησαν με μεγάλη χαρά στον Αμιράν. «Αυτός ο μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανιψιός σου», του είπανε. Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στ' αλήθεια ξέρει που βρίσκεται. «Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο πνεύμα, τη μία θεότητα και ομολογώ ότι ο υιός του Θεού σαρκώθηκε από την παρθένο Μαρία και έκαμε στον κόσμο μεγάλα θαυμάσια και αφού σταυρώθηκε και πήγε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, πρόκειται να έλθει ξανά για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους». Μόλις άκουσε αυτά ο θείος του Αμιράς τούπε: «Τί έπαθες, ταλαίπωρε μου, να αφήσεις το σπίτι σου , τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στην θρησκεία σου και παραδέξου σαν προφήτη σου τον Μωάμεθ για να επανέλθεις ξανά στην προηγούμενη σου κατάσταση». Ο μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα που ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο φόρεμα μου είναι το καύχημα και ο πλούτος μου. Το Μωάμεθ που σας πλάνεψε και τη θρησκεία του, αποστρέφομαι εντελώς».



Σαν τα άκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους Σαρακηνούς που παρευρίσκονταν εκεί, ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκαμε για να τον γλιτώσει από το νόμο που προέβλεπε θανατική ποινή στους υβριστές της θρησκείας. Εκείνοι μόλις άκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Άς αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάμουν ότι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν, τρίζοντας τα δόντια από την λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν κι ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου μας. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητή Σαρακινού.



Κάθε νύχτα πάνω από τον σωρό από τις πέτρες , φαινόταν ένα άστρο λαμπρό που φώτιζε τον κόσμο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμασαν το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωσε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το Άγιο λείψανο του μάρτυρα από τις πέτρες για να το θάψουν. Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο «σώον και αβλαβές» και ανάδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια, το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες στον Κύριο.


                                   
    


στ) Η κόρη του βασιλιά γλιτώνει από τον δράκοντα

Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.



Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.



Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.



Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο; Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα γιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου; Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί, αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλεία, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.



Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.



Εκείνο τον καιρό ο μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό. Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλεγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος. Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην πεθάνεις άδικα μαζί μου». Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ , ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».



Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό, που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τον φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».



Τότε ο Άγιος έκλεινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».



Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο» . Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».



Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.



Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.



Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζετε μέχρι σήμερα.



Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει». Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».



Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου , Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ' ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.




                              

                                




Θαυματουργικές εικόνες του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Ζωγράφου στο Άγιο Όρος



α) Η εικόνα που μεταφέρθηκε από τη Μονή Φανουήλ

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλύτερη Λιγχίδα, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αχρίδα. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κόσμο, τον πλούτο, τη δόξα και να πάρουν το αγγελικό σχήμα. Έφτασαν στο Άγιο Όρος και αφού βρήκαν ήσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, όπου έμεναν για αρκετό διάστημα και συναντιόνταν μόνο την Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι' αυτό πολλοί έρχονταν κοντά τους και δεν έφευγαν.



Βρήκαν ένα χώρο όπου έκτισαν μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον ναό σκέπτονταν πως να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα, αρχιεπίσκοπο Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας γενικά ήθελε να δώσει στο ναό το όνομα του Αγίου, που έτρεφε μεγαλύτερη ευλάβεια. Επειδή, λοιπόν, δεν συμφωνούσαν αποφάσισαν να προσφύγουν στην προσευχή στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός για να αποφασίσει για να διατάξει σε ποιο από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν το ναό και ποιαν εικόνα θα ζωγραφίσουν στο ξύλο που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν και οι τρεις, ο καθένας στο ησυχαστήριο του. Στην διάρκεια που προσεύχονταν διαχύθηκε από τον νεόκτιστο ναό ένα ασυνήθιστο φως, λαμπρότερο από τις ακτίνες του ήλιου γύρω από τα κελιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβο και απορία και έμειναν προσευχόμενοι όλη νύχτα.



Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην εκκλησία είδαν με θαυμασμό ότι στο ξύλο που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, ζωγραφίστηκε η εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου Γεωργίου.



Απ' αυτή μάλιστα έβγαινε η λάμψη που φώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν, αφιερώθηκε η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο και η μονή ονομάσθηκε Ζωγράφου.



Η θαυματουργή εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στην Συρία κοντά στη Λύδδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του καθηγούμενου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός θέλησε, να τιμωρήσει τη Συρία και να την παραδώσει στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνας ξαφνικά αποχωρίσθηκε από το ξύλο και αφού υψώθηκε κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Οι μοναχοί τότε, επειδή φοβήθηκαν και λυπήθηκαν από το θαύμα, αφού γονάτισαν, προσεύχονταν στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψει που κρυβόταν το πρόσωπο του Αγίου Γεωργίου. Ο πανάγαθος Θεός άκουσε την δέηση των μοναχών και ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και του είπε: «Μη λυπάστε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτό μου Μονή της Παναγίας στο Άθω. Αν θέλετε πηγαίνετε και εσείς προς τα εκεί, γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέσει πάνω στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ' όλη την Οικουμένη, επειδή οι Χριστιανοί αμαρτάνουν».



Αφού συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς ο καθηγούμενος ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα κάλεσε και τους προύχοντες της πόλης Λύδδας και τους ανάγγειλε όσα συνέβησαν σχετικά με την άγια εικόνα. Ύστερα του παράγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε, για την αγία πόλη των Ιεροσολύμων για να προσκυνήσουμε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου και ας γίνει το θέλημα Του. Σεις εγκατασταθείτε στην Μονή για να την προφυλάξετε».



Με δάκρυα ξεκίνησαν. Αφού έφτασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίο και αναχώρησαν για το όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασαν στην μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο ναό, με έκπληξη και θαυμασμό, είδαν την ζωγραφιά του Αγίου Γεωργίου, που είχαν στην μονή Φανουήλ, νάνε προσκολλημένη χωρίς καμιά αλλοίωση σ' ένα καινούργιο ξύλο. Τότε με συγκίνηση και δάκρυα γονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;» Οι μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβησαν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι δόξαζαν ολόψυχα τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο. Τον δε καθηγούμενο Ευστράτιο τον έκαμαν Ηγούμενο τους.



Από τότε άρχισαν να γίνονται από την αγία εικόνα πολλά θαύματα. Γι' αυτό ο κόσμος πήγαινε στην μονή Ζωγράφου , να προσκυνήσει τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφό, που ήταν πολύ ευσεβής. Μάλιστα αποφάσισε να πάει προσωπικά στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει και χαρεί πνευματικά με τις ψυχοφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητές Μωυσή, Ααρών και Βασίλειο που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επισκέφτηκε τη Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρναβο. Με την πλούσια βοήθεια του άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η ιερά Μονή κατεδαφίστηκε από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η τωρινή Μονή κτίστηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Στέφανο.



Η Αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρο του δάκτυλου κάποιου ολιγόπιστου Επίσκοπου. Αυτός καταγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, απ' τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνας θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάει να διαπιστώσει αν πραγματικά ήσαν αληθινά αυτά που διαδίδονταν ή ήσαν εφευρέσεις των μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφτασε στο Άγιο Όρος πήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι μοναχοί εκεί τον υποδέχτηκαν με την πρέπουσα τιμή. Στην συνέχεια τον οδήγησαν στο ναό για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεώργιο. Αλλά ο επίσκοπος αντί να φανεί ταπεινός και σεμνός φάνηκε περήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον ναό στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με αλαζονικό ύφος είπε προς τους μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγίου». Αμέσως όμως το δάκτυλο του κόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να το ξεκολλήσει. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωσαν όσο αγωνιζόταν να το ξεκολλήσει. Κάθε φορά που προσπαθούσε να το ξεκολλήσει ένοιωθε πόνους γιατί αυτό ήταν κολλημένο πολύ γερά. Στο τέλος ο δυστυχής επίσκοπος δέχτηκε, να του κόψουν το δάκτυλο του. Έτσι πήρε μια γεύση της γνησιότητας των θαυμάτων του Αγίου Γεωργίου.



β) Το θαλάσσιο ταξίδι της εικόνας από την Αραβία

Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση:



Η αγία εικόνα ήρθε από την Αραβία και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπεδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνας προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο Άγιο Όρος. Γιατί η φήμη ξάπλωσε γρήγορα και οι μοναχοί ερχόντουσαν απ' όλα τα μοναστήρια για να προσκυνήσουν την άγια εικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι επεδίωκε να αποκτήσει το θησαυρό αυτό και οι γέροντες αρνούνταν να την δώσουν στη Μονή Βατοπεδίου. Τελικά αποφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχτούν την απόφαση της άγιας εικόνας. Πραγματική πήραν ομόφωνα απόφαση όλοι οι γέροντες να φορτώσουν την εικόνα σ' ένα ξένο και άγριο μουλάρι που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού το αφήσουν ελεύθερο να το ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού οδήγησαν το μουλάρι στο δρόμο Θεσσαλονίκης - Αγίου Όρους το άφησαν στη θέληση του. Και το μουλάρι με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφτασε στην Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητο σ' ένα πολύ ωραίο λόφο.



Με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι μοναχοί δέχτηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματικό πανηγύρι την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Το μουλάρι που μετέφερνε την άγια εικόνα πέθανε και το έθαψαν στον τόπο εκείνο . Σε ανάμνηση για τον ερχομό της ιερής εικόνας του Αγίου Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Αγίου.



γ) Αφιέρωση της Άγιας εικόνας από τον Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Στέφανο

Στο βορειοδυτικό κίονα, που στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και άλλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου , που γι' αυτή υπάρχει η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση στην Μονή Ζωγράφου.



Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, όπως είναι γνωστό, συνέχεια πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τα αναρίθμητα Τούρκικα ασκέρια, για να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού φοβήθηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή στο Θεό ζήτησε τη βοήθεια του. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος που ήταν λουσμένος σ' ένα λαμπρό θαυμάσιο φως και με μάτια που άστραφταν. Ο Στέφανος αν και κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριο σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριο συγκέντρωσε όλο το στράτευμα σου και οδήγησε το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα δεις την δύναμη του Θεού που πάντα σε βοηθά. Για το λόγο αυτό στάθηκα εδώ για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήσει και να σου αναφέρω ότι η δύναμη του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμα και εγώ θα σε βοηθήσω στην μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι στο όνομα μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την δική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».



Ο Στέφανος πήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεση που του έδωσε ότι θα τον βοηθούσε με την βοήθεια της θείας χάρης. Αφού μάλιστα έφερε και την άγια εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων κτύπησε ξαφνικά σαν λαίλαπας τον όγκο των Οθωμανών και τους σύντριψε χωρίς χρονοτριβή.



Ύστερα από λίγο καιρό έστειλε και την άγια εικόνα στο Άγιο Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέληση του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ' αυτή πολλά αφιερώματα.



Κάποιος Ρώσος συγγραφέας αναφερόμενος στην άγια εικόνα του Αγίου Γεωργίου γράφει τα εξής: «Μέσα στο 15ο αιώνα φάνηκε και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου, Ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και αγωνίστηκε πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών νικηφόρα. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να σώσει τους περίβολους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του που του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου ν' ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Αν δεν νικήσεις και δεν μπορέσεις να αντισταθείς σ' αυτούς στο πεδίο της μάχης πολύ λίγη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ φάνηκε ο Άγιος Γεώργιος στο συγχυσμένο Στέφανο και του υποσχέθηκε ότι θα νικούσε. Επίσης τον διέταξε να αποστείλει την άγια εικόνα που είχε πάντα μαζί του στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίσει γιατί ήταν ήδη ερημωμένη. Η νίκη έστεψε το Στέφανο που εκπλήρωσε την εντολή του Αγίου Γεωργίου.



δ) Η θαυμαστή εικόνα του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην ιερά Μονή του Ξενοφώντα

Στο Άγιο Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοση και για την άγια εικόνα που υπήρχε στους χρόνους των ασεβών εικονομάχων, που με βασιλικά διατάγματα καίονταν οι άγιες και σεβαστές εικόνες.



Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέτες του παράνομου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίψουν και να τις ρίξουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την άγια αυτή εικόνα και την έριξαν στην φωτιά για να καεί. Αλλά μάταια κοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η άγια εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που η φωτιά έσβησε τελείως. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι η φωτιά πολύ λίγο άρπαξε τα φορέματα του Αγίου και το πρόσωπο του τίποτα δεν έπαθε απόρησαν. Ένας μάλιστα περισσότερο ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε καθαρό αίμα. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής Χριστιανός αφού παράλαβε την άγια εικόνα και ήλθε στην θάλασσα, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για να σταματήσει η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού γύρισε προς την Άγια εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, συ που και στη ζωή και μετά τον θάνατο έκαμες άφλεκτη την άγια εικόνα, διαφύλαξε την και τώρα από την θάλασσα και μετέφερε την όπου εσύ γνωρίζεις και επιθυμείς για να δοξασθεί ο Θεός μας». Και μόλις τελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.



Ο Άγιος Γεώργιος φρόντισε ώστε η άγια εικόνα να φτάσει στο Άγιο Όρος, όπου και άλλες εικόνες οδήγησε η θεία πρόνοια. Η εικόνα τοποθετήθηκε κοντά στην Μονή Ξενοφώντα όπου έτρεχαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί μια μικρή Μονή αφιερωμένη στο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ακόμα σώζεται ο μικρός αυτός ναός, όπου οι μοναχοί σαν είδαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου την μετάφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβεια. Ύστερα έκτισαν ναό κοντά στο μικρό ναό. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και μεγάλωσε και η Μονή ονομάσθηκε του Αγίου Γεωργίου. Οι μοναχοί γιορτάζουν καθημερινά μαζί με τον Άγιο Γεώργιο και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και τους μνημονεύουν στις απολύσεις των ακολουθιών.



Η άγια εικόνα βρίσκεται στο μεγάλο Καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χωρού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξη του θαύματος φέρνει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ' αυτή. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που έκανε και κάνει ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.


Οι λαοί των τιμούν
Το λείψανο του Άγιου φυλασσόντανε στην Λύδδα της Παλαιστίνης. Εκεί είχε κτισθή και ναός στ’ όνομα του Αγίου, ο οποίος κατεστράφη το 1010. Ο ίδιος ναός κατεδαφιστεί 
αργότερα υπό του Σουλτάνου Σαλαδίνου (1191 μ.Χ.).
Από τον 4ο αιώνα συναντούμε ναούς του Αγίου σε πολλά μέρη της γης. Ναοί και Μοναστήρια επ’ ονόματι του κτισθήκανε στη Συρία. Στην Αίγυπτο υπήρχανε 40 ναοί και μονές 
για να τιμούν τον Μεγαλομάρτυρα. Ο μεγαλύτερος Ναός υπάρχει στο παλαιό Κάιρο. Εκεί φυλάσσεται και τμήμα της αλυσίδας με την οποίαν είχαν δεμένο τον Άγιο. Κατά την 
Παράδοση στο μέρος αυτό έμεινε και η Αγία Οικογένεια με τον Χριστό, όταν φύγανε από το χέρια του Ηρώδη.
Στην Κωνσταντινούπολη βρίσκουμε ναούς του Αγίου Γεωργίου από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου...

Ο Μεγαλομάρτυς στην πατρίδα μας
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος στην πατρίδα μας τιμάται εξαιρετικά. Είναι ο μεγάλος Άγιος, είναι ο ήρωας, είναι ο Ελευθερωτής. Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό χωρίς να έχει το 
εκκλησάκι του. Δεν υπάρχει Ελληνική οικογένεια στην οποία να λείπει τ’ όνομά του. Με την μορφή του κοσμείται η σημαία του Πεζικού στο Στρατό μας. Ο Άγιος Γεώργιος τιμάται 
και ως προστάτης του Πεζικού. Αλλά και στα όπλα θα βρεις χαραγμένη την μορφή του. Ο λαός τον ύμνησε με χίλιους δύο τρόπους. Τον τραγούδησε και σαν δρακοντοκτόνο. τον 
έβαλε και μέσα στο Δημοτικό τραγούδι. Να τί λέγει ένα από αυτά:
Ἄη Γιώργη μ’ ἀφέντη μου κι ἀφέντη Καβαλλάρη.
Ἁρματωμένος μέ σπαθί καί μέ χρυστό κοντάρι.
Ἄγγελος εἶσαι στή θωριά καί ἅγιος στή θειότη
Περικαλῶ βοήθα μέ, Ἅγιε στρατιώτη.
Του αξίζει δε κάθε τιμή, διότι ο Άγιος Γεώργιος, πάντοτε στις δύσκολες στιγμές του Ελληνικού Έθνους, μας προστατεύει την Πίστη και την Πατρίδα.


Πολύ νωρίς κτίζονται στ’ όνομά του Μοναστήρια και Ναοί. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν στ’ όνομα του Άγιου Γεωργίου 6 Εκκλησίες. Τρία Μοναστήρια του Αγίου Όρους 
τιμώνται με το όνομά του. Η Μονή του Ξενοφώντος, η Μονή του Ζωγράφου και η Μονή του Απ. Παύλου. Τον 18ον αιώνα Άγγλος περιηγητής έγραψε: Δεν υπάρχει χωριό που να 
μη έχει Εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Από το 800 μ.Χ. τοπική σύνοδος της Οξφόρδης ανακήρυξε τον Άγιο, Προστάτη της Αγγλίας. Με τον ίδιο τρόπο αναγνωρίστηκε 
αργότερα προστάτης της Γενεύης. Και η Ρωσία ανεγνώρισε τον Μεγαλομάρτυρα προστάτη του λαού της. Και οι τούρκοι πολεμικοί ιππείς (σπαήδες) τιμούσαν τον Άγιο και 
πιστεύανε ότι προστατεύει τους αθώους πού καταδυναστεύονται.

Στην ιστορία του Έθνους μας και μάλιστα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το όνομα του Άη Γιώργη ήταν σύμβολο αγώνος και πίστεως. Την ήμερα της γιορτής του τα 
παλικάρια τραγουδούσανε, γλεντούσανε, και ζητούσανε την βοήθειά του για την λευτεριά του σκλαβωμένου γένους. Την ημέρα εκείνη γιορτάζανε στα ερημικά κι’ απόμερα 
εξωκκλήσια του Αγίου και ρίχνανε στο σημάδι. Προγυμναζότανε, δηλαδή, στην σκοποβολή. Στρατιώτης του Χριστού αναδείχτηκε ο Μεγαλομάρτυρας. Στρατιώτες, που αγωνιζόταν 
για την πίστη του Χριστού την άγια και της πατρίδος την ελευθερία ήταν και οι γενναίοι πρόγονοι μας... Έτσι σε χιλιάδες εξωκκλήσια του Αγίου την ημέρα της γιορτής του ο 
υποδουλος Ελληνισμός έψαλε: «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής…»




Στίχος
Ἐχθροὺς ὁ τέμνων Γεώργιος ἐν μάχαις, Ἑκὼν παρ' ἐχθρῶν τέμνεται διὰ ξίφους. Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καί τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ 
τῷ Θεῶ, σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῶν Μαρτύρων τὸ κλέος, καὶ λαμπρὸν ἀκροθίνιον, τῶν καινῶν τροπαίων τὴν στήλην, καὶ ὁπλίτης περίδοξον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, Γεώργιον τὸν μέγαν Ἀθλητήν· 
σελαγίζει γὰρ τοῖς θαύμασιν πᾶσαν γῆν, καὶ σώζει τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, ξένα θαυμάσια.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς
Γεωργηθεῖς, ὑπό Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργός τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τά δράγματα συλλέξας σεαυτῶ, σπείρας γάρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνη Θερίζεις, 
ἀθλήσας δέ δί’ αἵματος, τόν Χριστό ἐκομίσω, καί ταῖς πρεσβείαις, Ἅγιε, ταῖς σαῖς, πάσι παρέχεις πταισμάτων συγχώρησιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς τῶν Μαρτύρων ταξιάρχην καὶ ἀκρέμονα καὶ Ἐκκλησίας ἀκατάσειστον θεμέλιον Μακαρίζομέν σε πόθῳ Τροπαιοφόρε. Ἀλλ’ ὡς μέγας ἀρωγὸς ἡμῶν καὶ πρόβολος 
Ἐν παντὶ ἀντιλαβοῦ καὶ ὑπεράσπισον τῶν βοώντων σοι, χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.



Μεγαλυνάρια

Τόν θερμόν προστάτην καί βοηθόν, τόν ἐν κινδύνοις ἀντιλήπτορα ταχυνόν, τῶν Μαρτύρων κλέος, εἰδώλων καθαιρέτην, Γεώργιο τόν μέγαν πάντες τιμήσωμεν.

Ἄστρον ἀνατέταλκε φαεινόν, ἐκ τῆς Καππαδόκων, ὁ πολυάθλος τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυς καί φωτίζει, πιστῶν ἅπαν τό πλῆθος, Γεώργιος ὁ μέγας, ὄν νῦν γεραίρομεν.

Χαίροις Ὀρθοδόξων ὁ βοηθός, χαίροις τῶν θαυμάτων, συμπαθέστατος χορηγός, χαίροις τῶν πασχόντων τερπνή παρηγορία, Γεώργιε τρισμάκαρ, Μαρτύρων ἔξαρχε.

Μέγας ἐν ἀθλήσει ἀναδειχθείς, ὡς τροπαιοφόρος, καὶ ἐν θαύμασιν εὐκλεής, μέγας ἀντιλήπτωρ, τῆς Ἐκκλησίας ὤφθης, Γεώργιε παμμάκαρ, Μαρτύρων καύχημα.


                               Απολυτίκιο του Αγίου Γεωργίου - 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

                                Απολυτίκιον Αγίου Γεωργίου