Ο Ιησούς διηγήθηκε ακόμα στους μαθητές Του:
«Ήταν κάποιος πλούσιος, ο οποίος ήταν ντυμένος με πορφύρα και λινό, και κάθε μέρα διασκέδαζε με πολυτελή γεύματα. Ένας ζητιάνος που λεγόταν Λάζαρος, γεμάτος πληγές, ήταν ξαπλωμένος στην πόρτα του με την ελπίδα να χορτάσει την πείνα του με τα αποφάγια που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Ήταν τόσο δυστυχισμένος, που και τα σκυλιά ακόμα ερχόντουσαν να γλείψουν τις πληγές του. Ο φτωχός πέθανε και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στους κόλπους του Αβραάμ. Πέθανε και ο πλούσιος αυτός και θάφτηκε. Και στον Άδη σήκωσε τα μάτια και είδε από μακριά τον Αβραάμ μαζί με το Λάζαρο και του φώναξε:«Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βάλει το δάχτυλο του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, επειδή υποφέρω πολύ μέσα σε αυτές τις φλόγες». Ο Αβραάμ απάντησε: «Γιε μου, θυμήσου ότι εσύ πήρες μερίδιο από τα αγαθά, όσο ήσουν ζωντανός και ότι ο Λάζαρος είχε όλα τα κακά στη διάρκεια της ζωής του. Τώρα αυτός παρηγοριέται και εσύ υποφέρεις. Ύστερα, υπάρχει ανάμεσα μας μεγάλο χάσμα και αυτοί που θέλουν να περάσουν από εδώ προς τα εκεί και αντίστροφα, δεν μπορούν να το κάνουν». Τότε ο πλούσιος είπε: «Σε παρακαλώ, πάτερ, στείλε τον τουλάχιστον στους πέντε αδελφούς μου να τους προειδοποιήσει για να μην πάθουν κι εκείνοι ό,τι έπαθα εγώ». Ο Αβραάμ απάντησε: «Έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες. Ας τους ακούσουν». Αλλά ο πλούσιος επέμεινε: «Όχι, πάτερ Αβραάμ, αλλά αν πάει κάποιος πεθαμένος σε αυτούς θα μετανοήσουν». Και ο Αβραάμ απάντησε: «Αν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες, δεν θα πιστέψουν ακόμα και αν αναστηθεί ένας νεκρός».
Κατά Λουκάν 16:19-31