Αφού διάλυσε το πλήθη του κόσμου ο Ιησούς διέταξε τους μαθητές Του να μπουν σε μια βάρκα και να περάσουν στην απέναντι όχθη, προς την Καπερναούμ. Και αυτός ανέβηκε επάνω στο βουνό για να προσευχηθεί. Και ήρθε το βράδυ και ήταν ακόμα τελείως μόνος. Στο μεταξύ η βάρκα είχε απομακρυνθεί πολύ από την ακτή και τη χτυπούσαν τα κύματα, επειδή ο αέρας ήταν ενάντιος. Κατά τις τελευταίες ώρες της νύχτας, βλέποντας ότι οι μαθητές Του βασανίζονταν πολύ λόγω της τρικυμίας, ο Ιησούς πήγε προς αυτούς, περπατώντας επάνω στα νερά. Όταν Τον είδαν να περπατάει επάνω στη λίμνη, τρομοκρατήθηκαν επειδή νόμιζαν ότι ήταν φάντασμα και άρχισαν να φωνάζουν τρομαγμένοι. Αλλά αμέσως ο Ιησούς τους είπε: «Εγώ Είμαι, μη φοβάστε!» Και ο Πέτρος του απάντησε: «Εσύ Είσαι Κύριε; Εάν Είσαι Εσύ, διάταξε ώστε να έρθω προς Εσένα περπατώντας επάνω στο νερό!» Και ο Ιησούς του είπε: «Έλα!» Αφού κατέβηκε από τη βάρκα, ο Πέτρος άρχισε να περπατάει επάνω στο νερό για να πάει προς τον Ιησού. Αλλά βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν δυνατός φοβήθηκε και άρχισε να βυθίζεται. Τότε φώναξε: «Κύριε, σώσε με!» Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον έπιασε και του είπε: «Ολιγόπιστε, γιατί δείλιασες;» Μόλις ανέβηκαν στη βάρκα ο αέρας σταμάτησε. Οι μαθητές Του που ήταν στη βάρκα έπεσαν στα πόδια Του λέγοντας: «Πραγματικά είσαι ο Υιός του Θεού!»
Κατά Ματθαίον 14:22-33
Κατά Μάρκον 6:45-52
Κατά Ιωάννην 6:16-21