Παΐσιε τοῦ ὄρους Ἄθωνος δένδρον,
πολύκαρπον ὁσιώτατε ἐδείχθης. Δεκάτῃ τε καὶ δευτέρᾳ Παΐσιος θάνε. |
Τα πρώτα χρόνια
Ο γέροντας Παΐσιος υπήρξε μια από τις πιο φωτισμένες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας, των τελευταίων δεκαετιών. Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, που βρίσκεται στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924 και προτού γίνει μοναχός ονομαζόταν Αρσένιος.
Οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία Εζνεπίδη, ήταν πολύ ευσεβείς, ενώ ο Αρσένιος είχε άλλα 8 αδέλφια. Ο Αρσένιος από τη βρεφική κιόλας ηλικία, δέχτηκε την ευλογία από το Θεό να βαπτισθεί από έναν Άγιο που ζούσε στην περιοχή του, τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Ο Άγιος Αρσένιος προβλέποντας τον μελλοντικό αγιασμένο βίο του παιδιού, ζήτησε από την νονά του να το βαφτίσει Αρσένιο λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ήθελε να αφήσει και αυτός καλόγερο στο πόδι του, δηλαδή που να έχει το όνομά του. Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο.
Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του. Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Ο μικρός Αρσένιος ζούσε έχοντας μεγάλη αγάπη στο Χριστό και την Παναγία μας και είχε πολύ μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός. Πολύ του άρεσε να πηγαίνει στο δάσος όπου, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό, που είχε φτιάξει μόνος του, προσευχόταν. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα. Το 1945 και σε ηλικία 21 ετών ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι "ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την γοερή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949. Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό.
Πηγαίνει στο Άγιο Όρος
Φιλανθρωπίες
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ότι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες.
Ασθένησε σοβαρά
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχιεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε φλεγμονή του εντέρου, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεωτικό κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ότι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες.
Ασθένησε σοβαρά
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχιεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε φλεγμονή του εντέρου, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεωτικό κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις.
Ήδη το όνομά του είχε αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα ο οποίος πολλές φορές έβλεπε την ώρα
της Θείας Λειτουργίας, όπως ο ίδιος ομολογούσε, τα Χερουβείμ και τα
Σεραφείμ να δοξολογούν το Θεό. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία
η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέροντα Τύχωνα το 1968.
Στην Παναγούδα προσεύχεται και βοηθάει
Στην Παναγούδα προσεύχεται και βοηθάει

Η ψυχή του πηγαίνει να συναντήσει τον Θεό και να χαίρεται τον
Παράδεισο μαζί με τους άλλους Αγίους
Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει. Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του.
Παράδεισο μαζί με τους άλλους Αγίους
Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει. Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του.
Είναι Άγιος
Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου
στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου,
στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό
Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών. Η φήμη του Γέροντα
Παΐσιου του Αγιορείτη ως Αγίου μεταξύ των ορθοδόξων πιστών είναι
μεγάλη, λόγω της προσωπικότητάς, της πνευματικότητας και των
χαρισμάτων που σύμφωνα με πλήθος από μαρτυρίες διέθετε. Για τους
λόγους αυτούς, ο σεβασμιότατος Επίσκοπος Μαραθώνος κύριος Μελίτων
Καβατσικλής, έχει προτείνει την κατάταξη του στα δίπτυχα της
Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Αγίου. Ο Άγιος Παΐσιος ανακηρύσσεται Άγιος στις 13 Ιανουαρίου 2015.
Θαυμαστός Άγιος
Εὐλογίες από την Παναγία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ἢμουν ἂγρυπνος καί νηστικός καί περίμενα τό «μο- τόρι», στον ἀρσανά τῆς Ἰβήρων. Ἀπό τήν ἐξάντληση δέν αἰσθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νά μήν λιποθυμήσω ἐκεῖ καί μέ δοῦν οἱ ἐργάτες. Γι ̓ αὐτό ἔκανα κου- ράγιο καί πῆγα πίσω ἀπό μιά ντάνα ξύλα. »Σκέφθηκα πρός στιγμήν νά παρακαλέσω τήν Παναγία καί ἀμέσως εἶπα στόν ἑαυτό μου: «Ἄθλιε, τήν Παναγία γιά τό ψωμάκι τήν ἔχουμε;».
»Καί μόλις εἶπα αὐτό, νά ἡ Παναγία καί μοῦ ἔδωσε ζεστό ψωμί καί σταφύλι! Ἔ, ἀπό κεῖ καί πέρα μετά...».
Κάποιος, τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:
– Καλά, Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;
– Και το κοτσάνι και ψίχουλα, απάντησε με έμφαση.
Ο Χριστός του παρουσιάζεται
Θαυμαστός Άγιος
Εὐλογίες από την Παναγία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ἢμουν ἂγρυπνος καί νηστικός καί περίμενα τό «μο- τόρι», στον ἀρσανά τῆς Ἰβήρων. Ἀπό τήν ἐξάντληση δέν αἰσθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νά μήν λιποθυμήσω ἐκεῖ καί μέ δοῦν οἱ ἐργάτες. Γι ̓ αὐτό ἔκανα κου- ράγιο καί πῆγα πίσω ἀπό μιά ντάνα ξύλα. »Σκέφθηκα πρός στιγμήν νά παρακαλέσω τήν Παναγία καί ἀμέσως εἶπα στόν ἑαυτό μου: «Ἄθλιε, τήν Παναγία γιά τό ψωμάκι τήν ἔχουμε;».
»Καί μόλις εἶπα αὐτό, νά ἡ Παναγία καί μοῦ ἔδωσε ζεστό ψωμί καί σταφύλι! Ἔ, ἀπό κεῖ καί πέρα μετά...».
Κάποιος, τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:
– Καλά, Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;
– Και το κοτσάνι και ψίχουλα, απάντησε με έμφαση.
Ο Χριστός του παρουσιάζεται
»Ἦταν βράδυ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τοῦ ἁγίου Κάρπου.
Νιώθω ἀνάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά ὄρεξη νά κοιμηθῶ. Σκέφτομαι:
«Ἄς καθή- σω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς
ἀδελφές». Μέχρι τίς 8.30 ́ ἁγιορείτικα ἔγραψα ὥς τριάντα σελίδες. Ἄν καί
δέν νύσταζα, εἶπα νά ξαπλώσω, γιατί ἔνιωθα λίγη κούραση στά πόδια.
»Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 ἡ ὥρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν εἶχα
κοιμηθῆ. Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ὁ τοῖχος τοῦ Κελλιοῦ μου (δίπλα
στό κρεββάτι πρός τό ἐργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φῶς, σέ
ἀπόσταση ἕξι μέτρα περίπου. Τόν ἔβλεπα ἀπό τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ἦταν
ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μοῦ μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, ὄχι
ἀκριβῶς ἐμένα.
»Δέν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά μάτια τῆς ψυχῆς.
»Ὅταν Τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς μπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι- νά ἀκουμπήσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ ̓ αὐτό τό σῶμα; Πά! πά! πά!
»Ἀπόμεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση! Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ὀμορφιά αὐτή. Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει πα- ρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμᾶμαι ποῦ- ἔμοιαζε κάπως. »Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀμορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄν- θρωπο, καί μέ τί τιποτένια ἀσχολούμαστε!
»Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού μοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά μήν τό πῆς σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν σοῦ μίλησα, τώρα πού φεύγεις»
»Δέν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά μάτια τῆς ψυχῆς.
»Ὅταν Τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς μπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι- νά ἀκουμπήσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ ̓ αὐτό τό σῶμα; Πά! πά! πά!
»Ἀπόμεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση! Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ὀμορφιά αὐτή. Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει πα- ρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμᾶμαι ποῦ- ἔμοιαζε κάπως. »Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀμορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄν- θρωπο, καί μέ τί τιποτένια ἀσχολούμαστε!
»Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού μοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά μήν τό πῆς σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν σοῦ μίλησα, τώρα πού φεύγεις»
Το αυτό το αισθάνθηκε και μια αδελφή στην Σουρωτή και έγραψε στον
Γέροντα: «Τάδε τοῦ μηνός, τάδε ὥρα... Τά ὑπόλοιπα θά μᾶς τά πεῖτε
ἐσεῖς». Και πράγματι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τους το διηγήθηκε και
μάλιστα περιέγραψε και αγιογράφησαν τον Χριστό, όπως ακριβώς Τον
είδε.
Ο Άγιος και τα ζώα
Ένα ελαφάκι ερχόταν και έτρωγε από τα χέρια του. Του έκανε ένα σταυρό στο μέτωπο με μπογιά. Εἰδοποίησε τους κυνηγούς να μην κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι και να προσέξουν αυτό το ελαφάκι με τον σταυρό, όπου και αν το βρούν, να μην το χτυπήσουν. Αλλά δυστυχώς, ένας κυνηγός περιφρονώντας την εντολή του, κάποια ημέρα είδε το ελαφάκι και το σκότωσε. Ο Γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ και είπε μιά προφητεία που επαλήθευτηκε στο ακέραιο. Δεν αναφέρεται γιατί το πρόσωπο αυτό ζεί μέχρι σήμερα. Στο δάσος γύρω από το Μοναστήρι ζούν αρκούδες. Μια συνάντησε ο Γέροντας σε στενό μονοπάτι, ενώ ανέβαινε στο Μοναστήρι με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο. Η αρκούδα μαζεύτηκε στην άκρη, για να περάσει ο Γέροντας. Αυτός πάλι της έκανε νόημα με το χέρι να περάσει πρώτη. «Καί αὐτή», διηγείται χαριτολογώντας, «ἅπλωσε τό πόδι της καί μοὔπιασε τό χέρι, γιά νά περάσω ἐγώ». Της είπε: «Αὔριο νά μήν ἐμφανισθῆς ἐδῶ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Ἀλλοιῶς θά σέ πιάσω ἀπό τό αὐτί καί θά σέ δέσω μέσα στό παχνί». Έλεγε ότι η αρκούδα έχει έναν εγωισμό. Όταν βρεθεί σε κίνδυνο, δείχνει ότι δεν φοβάται, αλλά μετά φεύγει τρέχοντας. Μια αρκούδα ερχόταν συχνά, είχε εξοικιωθεί μαζί του και ο Γέροντας την τάιζε. Τίς ημέρες που ερχόταν κόσμος στο Μοναστήρι ο Γέροντας την προειδοποιούσε να μην εμφανίζεται και προκαλεί έτσι φόβο στους ανθρώπους. Η αρκούδα μερικές φορές παρέβαινε την εντολή του Γέροντα, εμφανιζόταν απροσδόκητα και όσοι την έβλεπαν τρόμαζαν.
Βοηθάει τους νέους να μην έχουν εξάρτηση
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που μανιώδεις καπνιστές έκοψαν το τσιγάρο
χάρη στον Γέροντα. Τα λόγια του δεν ήταν απλές συμβουλές αλλά είχαν
δύναμη. Έφερναν διάθεση αποστροφής προς το τσιγάρο και κοβόταν η
επιθυμία να καπνίσουν. Αλλά περισσότερο βοηθούσε με την προσευχή
του.
Ο αδελφός του Γέροντα Λουκάς διηγήθηκε: «Ὅταν ἦταν στό Στόμιο ὁ Άγιος Παΐσιος, κάποτε ἔπεσε ἕνας μεγάλος βράχος στό μονοπάτι.
Μαζευτήκαμε πολλοί, γιά νά τόν μετακινήσουμε μέ ξύλα γιά μοχλούς, ἀλλά μάταια. Ἔφυγαν ὅλοι καί μοῦ εἶπε: «Ἄντε, πήγαινε καί σύ». Ἔφυγα,
πῆγα πιό πέρα καί κρύφθηκα νά δῶ τί θά κάνει. Τόν εἶδα νά κάνη τόν
σταυρό του, νά πιάνη τόν βράχο, νά τόν σηκώνη σάν καρέκλα καί νά τόν
βγάζη ἀπό τόν δρόμο!».
Ήταν άβρεκτος
Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε ομπρέλλα και αδιάβροχο. Δεν ήταν αλεξίβροχος, ούτε αδιάβροχος. Αντιθέτως ήταν ευαίσθητος στο κρύο και στην υγρασία. Κάποιες φορές όμως, για τους λόγους που γνωρίζει ο Θεός, γινόταν άβρεκτος. Ενώ δηλαδή γύρω του έβρεχε πολύ, αυτόν δεν τον άγγιζε σταγόνα.
Σηκώνει βράχο
Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε ομπρέλλα και αδιάβροχο. Δεν ήταν αλεξίβροχος, ούτε αδιάβροχος. Αντιθέτως ήταν ευαίσθητος στο κρύο και στην υγρασία. Κάποιες φορές όμως, για τους λόγους που γνωρίζει ο Θεός, γινόταν άβρεκτος. Ενώ δηλαδή γύρω του έβρεχε πολύ, αυτόν δεν τον άγγιζε σταγόνα.
Σηκώνει βράχο
Διορατικό χάρισμα
Ο Γέροντας έχοντας το διορατικό και το προορατικό χάρισμα προγνώριζε, με την Χάρη του Θεού, ενίοτε τον ερχομό των επισκεπτών, την διάθεση, την πνευματική τους κατάσταση, το όνομα, τον τόπο καταγωγής, το θέμα που τους απασχολούσε, το παρελθόν και το μέλλον τους. Είχε δική του τηλεόραση (πνευματική) και έβλεπε ακόμη κάποιο πρόσωπο που ἦταν μακρυά του, τι κάνει, πως περνά, με τι ασχολείται. Γνώριζε επίσης και τι γράφει ένα γράμμα που του έστελναν και έδινε την απάντηση, χωρίς να το διαβάσει ̇ τι περιέχει ένα δέμα, χωρίς να το ανοίξει.
Ο Γέροντας έχοντας το διορατικό και το προορατικό χάρισμα προγνώριζε, με την Χάρη του Θεού, ενίοτε τον ερχομό των επισκεπτών, την διάθεση, την πνευματική τους κατάσταση, το όνομα, τον τόπο καταγωγής, το θέμα που τους απασχολούσε, το παρελθόν και το μέλλον τους. Είχε δική του τηλεόραση (πνευματική) και έβλεπε ακόμη κάποιο πρόσωπο που ἦταν μακρυά του, τι κάνει, πως περνά, με τι ασχολείται. Γνώριζε επίσης και τι γράφει ένα γράμμα που του έστελναν και έδινε την απάντηση, χωρίς να το διαβάσει ̇ τι περιέχει ένα δέμα, χωρίς να το ανοίξει.
Είχε χάρισμα από τον Θεό να γιατρεύει
Το παιδί αποκτά το φως του
Διηγήθηκε ο Γέροντας το εξής: «Χθές (Ἰούλιος τοῦ 1992), φέρανε ἕνα παιδάκι ἐδῶ, δέκα ἐτῶν, τελείως τυφλό. Μόλις τό εἶδα, τό ρώτησα: «Παιδί μου, τί θέλεις νά σοῦ δώση ὁ Χριστός;». Αὐτό μοῦ εἶπε: «Θέλω νά γίνω καλό παιδί», καί πρίν προλάβω νά προσευχηθῶ τό παιδί ἀπέκτησε τό φῶς του». Ο Γέροντας διηγήθηκε αυτό, για να παρηγορήσει άλλον αόμματο, αλλά απέκρυψε την δική του συμβολή, όπως και σε άλλες περιπτώσεις που απλώς αναφέρει ότι ο τάδε δεν έχει τίποτε, θα γίνει καλά.
Το παιδί αποκτά το φως του
Διηγήθηκε ο Γέροντας το εξής: «Χθές (Ἰούλιος τοῦ 1992), φέρανε ἕνα παιδάκι ἐδῶ, δέκα ἐτῶν, τελείως τυφλό. Μόλις τό εἶδα, τό ρώτησα: «Παιδί μου, τί θέλεις νά σοῦ δώση ὁ Χριστός;». Αὐτό μοῦ εἶπε: «Θέλω νά γίνω καλό παιδί», καί πρίν προλάβω νά προσευχηθῶ τό παιδί ἀπέκτησε τό φῶς του». Ο Γέροντας διηγήθηκε αυτό, για να παρηγορήσει άλλον αόμματο, αλλά απέκρυψε την δική του συμβολή, όπως και σε άλλες περιπτώσεις που απλώς αναφέρει ότι ο τάδε δεν έχει τίποτε, θα γίνει καλά.
Γυναίκα μετά από 14 χρόνια γάμου αποκτά παιδί μετά από προσευχή
του Αγίου
Ο Ιερομονάχος Α. ανέφερε: «Κάποια γυναίκα εἶχε 14 χρόνια παντρεμένη χωρίς νά ἀποκτήση παιδί. Ἀγανακτοῦσε καί ἔλεγε: «Γιατί ὁ Θεός νά μήν μοῦ δώση καί μένα παιδί;«. Ἀνέφερα στόν Γέροντα τήν περίπτωση καί μοῦ εἶπε: «῎Ε, νά κάνη ἕνα παδί, γιά νά μήν γογγύζη». Καί ὄντως στό χρόνο ἀπέκτησε».
Ο Ιερομονάχος Α. ανέφερε: «Κάποια γυναίκα εἶχε 14 χρόνια παντρεμένη χωρίς νά ἀποκτήση παιδί. Ἀγανακτοῦσε καί ἔλεγε: «Γιατί ὁ Θεός νά μήν μοῦ δώση καί μένα παιδί;«. Ἀνέφερα στόν Γέροντα τήν περίπτωση καί μοῦ εἶπε: «῎Ε, νά κάνη ἕνα παδί, γιά νά μήν γογγύζη». Καί ὄντως στό χρόνο ἀπέκτησε».
Αυτά και άλλα πολλά έκανε ο Άγιος Παΐσιος όπως και οι Αγίοι όλοι με την
Χάρη του Χριστού.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα. Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως. Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι. Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε. Παΐσιε γέγονας, τῶν ἀσκητῶν ἡ κρηπίς, τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ Σουρωτῆς ὁ τροφός, Κονίτσης τὸ καύχημα, σὺ γὰρ ἐπὶ τὰ ἴχνη, Ἀρσενίου ὁδεύσας, εἴληφας χαρισμάτων, τὴν πληθὺν Παρακλήτου, ἀφθόνως τοῖς σὲ τιμῶσιν, παρέχων τὰ πρόσφορα. Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον. Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν. Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ. Ἁγίου Ὄρους ἀσκητὴν τὸν περιάκουστον, καὶ Ἐκκλησίας τὸν φωστῆρα τὸν νεόφωτον, ἐπαινέσωμεν ἐν ὕμνοις ὁλοκαρδίως, ποδηγῶν γὰρ τοὺς πιστοὺς πρὸς βίον ἄριστον, ποταμῶν τῶν δωρημάτων τούτους ἔπλησας, διὸ κράζουσι· Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον σου Σωτήρ. Τῇ χάριτι Χριστοῦ, ὡς οἱ πάλαι Πατέρες, συνέζησας σεμνέ, τοῖς ἀλόγοις θηρίοις, καὶ φίλος ἐτέλεσας, πτερωτῶν καὶ τῶν ὄφεων, ὅθεν ἅπαντες, οἱ σὲ εἰδόντες θεόφρον, ἐξεπλάγησαν, καὶ Παντοκράτορα Λόγον, ἀνύμνησαν Ὅσιε. Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα. Τὸν πολυθαύμαστον, σεμνὸν Παΐσιον, τὸν καθαιρέσαντα, ὀφρὺν τοῦ δράκοντος, καὶ ἡδονὰς τὰς σαρκικάς, συντρίψαντα τῇ ἀσκήσει, Ἄθωνος τὸ κλέϊσμα, καὶ Φαράσων ἐκβλάστημα, τὸν εὐεργετήσαντα, πολυτρόπως τοῖς θαύμασι, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων, πάντες τιμήσωμεν ἐνθέως. Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ ́. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον. Τῆς νεότητος ὤφθης παιδαγωγός, καὶ ἀκέστωρ ἀνθρώπων ναρκομανῶν, τοῖς σχοῦσι δυσίατα, πορνικὰ ἁμαρτήματα, ταῖς σαῖς εὐχαῖς ἐφάνης, θεράπων πανάριστος, καὶ ἐκ τῶν ἐκζητούντων, ὁδὸν τὴν σωτήριον, Πάτερ ἐπεγνώσθης, ἀκριβὴς ποδηγέτης, καὶ πάντων Παΐσιε, βακτηρία γεγένησαι, ἀσκητὰ θεοφώτιστε, διὸ ἐν Σουρωτῇ οἱ πιστοί, τὸν σὸν τάφον, προσκυνοῦντες χαίρουσι, καὶ σεμνῶς τὴν σὴν μνήμην, κατὰ χρέος προσμέλπουσι. Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ ́.Ταχὺ προκατάλαβε. Εὐχῆς ἐργαστήριον, ἡ σὴ ἁγία ψυχή, Παΐσιε γέγονε, τῇ συνεχεῖ προσευχῇ, καὶ θείαις δεήσεσι, σὺ γὰρ μακροχρονήσας, ἐν τῇ κέλλῃ σου πάτερ, ὤφθης καθάπερ στήλη, φωτεινὴ ἱκετεύων, Χριστὸν τὸν πάντων κτίστην, καὶ παντοκράτορα. Ὁ Οἶκος Ἄγγελος ὥσπερ ἄλλος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παΐσιε ἐφάνης ἐν Ἄθῳ, ὁσίως γὰρ ζήσας ἐν γῇ, ἀσκητῶν τῶν ἀρχαίων ἰσοστάσιος, ἐφάνης τοῖς συνοῦσί σοι, βοῶσί σοι θερμῶς τοιαῦτα· Χαῖρε Φαράσων ὁ θεῖος γόνος· χαῖρε τοῦ Ἄθωνος μέγας ὄλβος. Χαῖρε τῆς Κονίτσης τὸ ἔνθεον καύχημα· χαῖρε Σουρωτῆς κοινοβίου καλλώπισμα. χαῖρε ῥεῦμα ἀκατάσχετον ἰαμάτων σωστικῶν. Χαῖρε ὅτι κλεΐζεις τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου· χαῖρε ὅτι οἰκεῖς ἐν τῷ ὄρει Σιναίου. Χαῖρε βροτῶν ἀτύφων ὁ ἔξαρχος· χαῖρε πολλῶν χαρίτων ὁ κάτοχος. Χαῖρε δεινῶς ἀλγουμένων ὁ ῥύστης· χαῖρε ἀνδρῶν μοναστῶν ὑποφήτης. Χαίροις πάτερ Παΐσιε. Μεγαλυνάριον Χαίροις τῶν Φαράσων θεῖος βλαστός, Ἄθωνος τοῦ Ὄρους περιάκουστος ἀσκητής, χαίροις τῆς Ἑλλάδος ὁ φωτιστὴς ὁ νέος, Παΐσιε τῶν νέων μέγιστε σύμμαχε. Ἕτερον Μεγαλυνάριον Χαίροις ὁ διδάσκαλος Σουρωτῆς, τοῦ Σιναίου ὄρους ὁ σεμνότατος ἀσκητής, χαίροις ἐν Κονίτσῃ τῶν συμπατριωτῶν σου, κατοίκων ὄντως τύπος Πάτερ πρὸς μίμησιν. Ἕτερον Μεγαλυνάριον Ἄνδρας καὶ γυναῖκας ναρκομανεῖς, καὶ πληθὺν ἀνθρώπων, δαιμονώντων ταῖς σαῖς λιταῖς, καὶ τοὺς ἀσθενοῦντας, πολυειδῶς θεόφρον, Παΐσιε μὴ παύσῃ, σώζων ἑκάστοτε. Ἕτερον Μεγαλυνάριον Μοναζόντων ὅσιε τὸν χορόν, ταῖς ἱκετηρίαις, πρὸς Δεσπότην διηνεκῶς, ὅσιε βοήθει, ὡς παῤῥησίαν ἔχων, Παΐσιε κρατίστην, θεομακάριστε. Ἕτερον Μεγαλυνάριον Ἔχοντες ὡς μέγιστον θησαυρόν, τὸν σὸν τάφον Πάτερ, ἀρυόμεθα οἱ πιστοί, δύναμιν καὶ θάρσος, ἐν τοῖς δεινοῖς τοῦ βίου, Παΐσιε παμμάκαρ, ἄνερ τῆς χάριτος. Ἕτερον Μεγαλυνάριον Πάτερ ὁσιώτατε τοὺς βροτούς, τοὺς ὑμνολογοῦντας, πολιτείαν σου τὴν σεπτήν, τῇ ἐπισκοπῇ σου, προστάτευσον ἐκ βλάβης, βελίαρ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πολεμήτορος. Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων. |