Η Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου τιµάται στις 28 Ιουλίου. Η ηµεροµηνία εορτής της Αγίας είναι σταθερή.
Eιρηνικώς έζησας Eιρήνη πάλαι,
Kαι νυν κατοικείς ένθα ειρήνη βρύει.
Η Αγία Ειρήνη έζησε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα και η νεότητά της συνδέεται µε τη βασιλική αυλή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, την περίοδο που είχε λήξει η εικονοµαχία και αναστηλωθεί οι ιερές εικόνες µετά το θρίαµβο της Ορθοδοξίας. Ο Φιλάρετος, που ήταν ευνοούµενος και αφοσιωµένος στρατηγός στο Θεόφιλο και τη Θεοδώρα (η οποία ανέλαβε το βασιλικό θρόνο µέχρι την ενηλικίωση του γιού της), είχε στην Καππαδοκία δύο κόρες, την Καλλίνικη και την Ειρήνη. Μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του Ζωής, την επιµέλεια της ανατροφής τους είχε αναλάβει η αδελφή του και θεία τους Σοφία, που αφοσιώθηκε στο έργο αυτό µε όλη την ψυχή της.
Στο µοναστήρι Χρυσοβαλάντου
Καθώς πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη για να είναι µία από τις υποψήφιες νύφες του αυτοκράτορα, επισκέφτηκε έναν άγιο άνθρωπο τον Ιωαννίκιο, ο οποίος την αποκάλεσε µε το όνοµα της και την προέτρεψε να µην πάει στην Κωνσταντινούπολη αλλά να πάει στη Μονή Χρυσοβαλάντου που την χρειάζεται. Ακολουθώντας την πρόρρηση του Γέροντος Ιωαννικίου δεν άργησε να πορευθεί προς τη Μονή. Η ηγουµένη τη δέχθηκε µε καλοσύνη και αγάπη· και την έθεσε κάτω από τη δική της πνευµατική επίβλεψη. Η Ειρήνη, παρά την ευγενική καταγωγή της, έχοντας τη Χάρη του Θεού, µε προθυµία επιδόθηκε και στα πιο ταπεινά και δύσκολα διακονήµατα και σύντοµα ο αγώνας της καρποφόρησε.
Αναδεικνύεται ηγουµένη µε τρόπο θαυµαστό
Ύστερα από µερικά χρόνια αρρώστησε η ηγουµένη. Επιθυµία της Γερόντισσας ήταν να γίνει ηγουµένη η Ειρήνη. Όταν είπε στις µοναχές την επιθυµία της, η Ειρήνη δεν ήταν παρούσα. Εκείνες µάλιστα δεν της ανέφεραν τίποτε σχετικό, επειδή φοβήθηκαν µήπως από τη µεγάλη ταπεινοφροσύνη της φύγει από το µοναστήρι, για να µη γίνει ηγουµένη. Οι ηλικιωµένες µοναχές πρότειναν να πάνε όλες µαζί στον Πατριάρχη, στην Κωνσταντινούπολη, για να επιλέξει αυτός οποία τον φωτίσει ο Θεός. Φτάνοντας στον Πατριάρχη τους είπε: «Εγώ γνωρίζω ότι όλες σας θέλετε την τιµία και σεµνοτάτη Ειρήνη· και η απόφασή σας είναι καλή και θεάρεστη. Ας είναι δοξασµένος ο Κύριος που µου φανέρωσε την αρετή αυτής της δούλης Του». Έτσι όρισε την Ειρήνη ηγουµένη της Μονής.
Καθοδηγεί τις µοναχές µε σύνεση και σοφία
Ως ηγουµένη η Ειρήνη συνέχισε και επέτεινε τους πνευµατικούς της αγώνες, συναισθανόµενη την ευθύνη του διακονήµατος που έθεσε στους ώµους της ο Ιησούς Χριστός. Προσευχόταν και νήστευε ακόµα περισσότερο. Ήταν τόση η επιθυµία της να σωθούν όλες οι µοναχές, που τόλµησε από αγάπη υπέρµετρη και όχι εγωισµό να ζητήσει από τον Κύριο να της χορηγήσει το προορατικό χάρισµα, για να γνωρίζει «τα απόκρυφα πταίσµατα πασών των αδελφών... διά να τάς διορθώνη, να µη κολάζωνται». Και ο δωρεοδότης Ιησούς Χριστός, βλέποντας ότι ο σκοπός της ήταν καλός, της έστειλε άγγελο που της αποκάλυψε ότι προστάχθηκε από τον Κύριο να στέκεται πάντοτε πλησίον της και να της φανερώνει κάθε µέρα τα απόκρυφα παραπτώµατα όχι µόνο των µοναχών αλλά και των προσκυνητών της Μονής. Η φήµη του προορατικού της χαρίσµατος δεν άργησε να διαδοθεί και να φτάσει µέχρι την Κωνσταντινούπολη, µε αποτέλεσµα πολλοί χριστιανοί να σπεύδουν στο µοναστήρι για να ιδούν το σεβάσµιο πρόσωπο της και να ακούσουν «λόγον ἀγαθόν». Παρά ταύτα εκείνη δεν µείωσε καθόλου τον πνευµατικό της αγώνα για την προσωπική τελείωσή της, γεγονός που ενοχλούσε τον µισόκαλο δαίµονα, που δοκίµασε άλλη µια φορά να την εµποδίσει από την ολονύχτια προσευχή της. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ, καθώς εκείνη προσευχόταν µε κατάνυξη, ένας δαίµονας άναψε κερί από το καντήλι και έβαλε φωτιά στο κουκούλι της Ειρήνης. Η φλόγα άρχισε να καίει κατόπιν τα µαλλιά, το φόρεµα και τις σάρκες της Αγίας Ειρήνης, η οποία ακίνητη, ενώ καιγόταν, συνέχιζε την προσευχή της. Και θα είχε καεί ζωντανή, αν µία αδελφή από διπλανό κελί δεν οσµιζόταν καµένη σάρκα και δεν έτρεχε να σβήσει µε νερό τη φωτιά ! Η ηγου µένη την επέπληξε λέγοντάς της, όπως αναφέρει ο Συναξαριστής: «Γιατί µού προξένησες, παιδί µου, τόσο κακό και µού στέρησες τέτοια αγαθά; Δεν πρέπει να φρονούµε τα των ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Λίγο πριν µπροστά µου έβλεπα έναν άγγελο πού έπλεκε για µένα στεφάνι· κι όταν άπλωνε το χέρι του για να µε στεφανώσει, ήρθες εσύ και από ευγνωµοσύνη προκάλεσες χειρότερα της αγνωµοσύνης. Βλέποντάς σε ο άγγελος έφυγε και µού έδωσες λύπη και απερίγραπτη ζηµία». Από το µισοκαµµένο σώµα της έβγαινε ευωδία που νικούσε όλα τα µύρα και τα πολύτιµα αρώµατα, ενώ ο Ιησούς, ο ιατρός των ψυχών και των σωµάτων, γιάτρεψε τα µέλη της που είχαν εγκαύµατα, αυξάνοντας της και το προορατικό χάρισµα.
Τα κυπαρίσσια λυγίζουν τις κορυφές τους
Πολλές φορές προσευχόταν ολόκληρο ηµερονύκτιο. Άλλοτε επί δύο ή τρεις ηµέρες και καµιά φορά ολόκληρη εβδοµάδα, πάντοτε µε υψωµένα τα χέρια της. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έως το Πάσχα δεν έτρωγε ψωµί, παρά µόνο λίγα φρούτα και λαχανικά και έπινε ελάχιστο νερό. Από την αυστηρή αυτή νηστεία είχε γίνει λιπόσαρκη. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε τα µεσάνυχτα στον αύλειο χώρο της Μονής και προσευχόταν µε κατάνυξη, υψώνοντας το βλέµµα της στο κάλλος του ουρανού. Γράφει ο Συναξαριστής της: «Κατά θεία οικονοµία, για να µη µείνει άγνωστη µια µεγάλη θαυµατουργία, που έγινε αρκετές φορές στο προαύλιο, έτυχε και βγήκε ήσυχα ένα βράδυ κάποια αδελφή από το κελί της. Και βλέπει την Αγία που προσευχόταν, χωρίς να εγγίζουν τη γη τα πόδια της. Αλλά στεκόταν στον αέρα, δύο πήχεις επάνω. Και κοντά της ήταν δύο κυπαρίσσια πολύ υψηλά. Τα οποία έγερναν τις κορυφές τους µέχρι το χώµα και παρέµεναν έτσι (ώ του εξαισίου θαύµατος!) όση ώρα η Αγία προσευχόταν. Και όταν τελείωσε, πήγε και στα δύο και αγγίζοντας τις κορυφές τους τα ευλόγησε στο σχήµα του σταυρού και τότε υψώθηκαν κι αυτά και επανήλθαν στην κανονική τους θέση». Η αδελφή νοµίζοντας ότι όσα έβλεπε ήταν καρπός της φαντασίας της δεν είπε σε καµία µοναχή τίποτε. Μετά όµως από κάποιες ηµέρες είδαν όλες τους στις κορυφές εκείνων των κυπαρισσιών δύο µαντήλια, που είχε κρεµάσει η Αγία Ειρήνη «εις δόξαν Θεού». Στην απορία των αδελφών πώς βρέθηκαν εκεί, η µοναχή που είχε προσωπική γνώση του πράγµατος διηγήθηκε σε όλες τι συνέβαινε· κι εκείνες της παραπονέθηκαν γιατί δεν τις ξύπνησε να ιδούν «τοιούτον εξαίσιον θέαµα». Όταν η Αγία Ειρήνη πληροφορήθηκε την πράξη της µοναχής αυτής την επέπληξε µε αγάπη λέγοντάς της: Αν µε έβλεπες να αµαρτάνω ως άνθρωπος, θα φανέρωνες και την αµαρτία µου; Ζήτησε δε από όλες τις αδελφές να µη φανερώνουν σε κανέναν, ενόσω εκείνη ζει, τα τυχόν θαυµάσια που βλέπουν.
Τα µήλα του Παραδείσου
Η Αγία Ειρήνη συνδέθηκε και µε το περιστατικό των τριών µήλων, όπως το εξιστορεί ο Συναξαριστής: Ένα βράδυ , καθώς προσευχόταν, ήρθε φωνή προς την Αγία που της είπε· υποδέξου το ναύτη που σου φέρνει σήµερα τα οπωρικά και να τα φας µε χαρά, ώστε η ψυχή σου να νιώσει αγαλλίαση. Στη διάρκεια του Όρθρου έστειλε δύο µοναχές στην πύλη της Μονής για να υποδεχτούν έναν ναύτη που ήταν απέξω. Όταν µετά την Ακολουθία συναντήθηκαν, εκείνος της είπε ότι είναι ναύτης από την Πάτµο. Καθώς ξεκίνησε το καράβι τους για να πλεύσει στην Κωνσταντινούπολη, ένας σεβάσµιος Γέροντας από την ακτή τους φώναξε, παρακαλώντας να γυρίσουν πίσω για να τους δώσει κάτι. Όµως το καράβι έπλεε µε ανοιγµένα πανιά. Τότε ο Γέροντας πρόσταξε το πλοίο να σταµατήσει, πράγµα που έγινε, κι εκείνος περπατώντας στην επιφάνεια της θάλασσας ήρθε κοντά µας. Και βγάζοντας από το στήθος του τρία µήλα µου τα έδωσε λέγοντας: Όταν φτάσεις στην Πόλη να τα δώσεις στον Πατριάρχη και να του πεις πώς του τα έστειλε ο Θεός και ο δούλος Του Ιωάννης από τον Παράδεισο. Στη συνέχεια έβγαλε άλλα τρία µήλα και µου είπε: Αυτά να τα δωρήσεις στην ηγουµένη της Μονής Χρυσοβαλάντου, την Ειρήνη, και να της πεις· φάγε από εκείνα που η καλή σου ψυχή επεθύµει· διότι τώρα έρχοµαι από τον Παράδεισο και τα έφερα. Λέγοντάς µου αυτά, ο µεν Γέροντας έγινε άφαντος, το δε πλοίο ξεκίνησε. Κατόπιν ο ναύτης έβγαλε τα τρία µήλα από ένα µεταξωτό µαντήλι και τα έδωσε στην Αγία Ειρήνη. Τα µήλα ήταν εξαιρετικά όµορφα, ευωδιαστά και µεγάλα. «Καί τοῦτο δέν εἶναι πράγµα ἀπίστευτον, ἐπειδή ἤσαν ἀπό τόν Παράδεισον». Η ηγουµένη νήστεψε επί µία εβδοµάδα, ευχαριστώντας τον Κύριο. Έπειτα άρχισε κάθε µέρα και από λίγο να τρώει το ένα µήλο χωρίς επί 40 ηµέρες να βάζει στο στόµα της καµιά άλλη τροφή. Τη δε Μεγάλη Πέµπτη, αφού κοινώνησαν όλες οι αδελφές έκοψε το δεύτερο µήλο και έδωσε σε όλες από ένα κοµµατάκι. Κι αυτές αισθάνονταν την ευωδία και τη γλυκύτητά του και θαύµαζαν. Το τρίτο µήλο το κράτησε η Αγία ως πολύτιµο φυλακτήριο «καί καθ' ἑκάστην τό ὠσφραίνετο εἰς ἀπόλαυσιν τῆς ψυχῆς της καί ἀγαλλίασιν».
Η ωφέλεια της ψυχής από την ασθένεια
Κάποτε µία από τις µοναχές που ήταν άρρωστη, παρακαλούσε την ηγουµένη µε απλότητα, να την κάνει καλά. Η Αγία Ειρήνη αφού κάλεσε κοντά της όλη την αδελφότητα είπε: Πιστέψτε µε πώς αν είχα κάποια παρρησία ενώπιον του Θεού, θα Τον παρακαλούσα να ήµασταν συνέχεια άρρωστες, διότι ξέρω πόσο ωφελείται η ψυχή από την ασθένεια του σώµατος. Και µάλιστα όταν ο άρρωστος ευχαριστεί και δοξάζει τον Θεό και όταν παραδέχεται και οµολογεί ότι δίκαια παιδεύεται.
Το µακάριο τέλος της
Επειδή όµως και η ιδία ήταν άνθρωπος, έφτασε κάποτε ο καιρός να ακολουθήσει και η ίδια το κοινό χρέος, το οποίο της φανερώθηκε από άγγελο Κυρίου µε τούτα τα λόγια: «Μάθε ότι στις 28 του τρέχοντος µηνός, αφού τιµήσεις την εορτή του µάρτυρος Παντελεήµονος, θα κληθείς να παρασταθείς στο θρόνο του Θεού». Ήταν 26 Ιουλίου όταν τα άκουσε αυτά και στο Μοναστήρι της γιόρταζαν τα εγκαίνια του αρχαγγέλου, διότι σαν τέτοια µέρα είχαν οικοδοµήσει και εγκαινιάσει τον ιερό ναό που ήταν αφιερωµένος στους ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ. Αφού κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια µετά από αυστηρή εβδοµαδιαία νηστεία, χωρίς να γευθεί τροφής ή και νερού, παρά µόνον από εκείνο το τρίτο µήλο του Παραδείσου, η Αγία Ειρήνη ατενίζοντας τον ουρανό έχυνε δάκρυα. Οι µοναχές την ρώτησαν τι είχε και έδειχνε πικραµένη. Εκείνη απάντησε: «Σήµερα, τέκνα µου, φεύγω από τον παρόντα κόσµο και δεν θα µε βλέπετε πλέον, διότι ήρθε η ώρα να πάω στην αιώνια ζωή. Να εκλέξετε ως προεστώσα την Μαρία, επειδή αυτήν προέκρινε ο Θεός και αυτή θα σας κυβερνήσει θεάρεστα. Προσπαθείστε να βαδίζετε τη στενή και τεθλιµµένη οδό, για να βρείτε ευρυχωρία στον Παράδεισο. Περιφρονείστε τον κόσµο και τα εγκόσµια, διότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και µάταια. Μισείστε τις ψυχές σας για να τις κερδίσετε, σύµφωνα µε το Θείο πρόσταγµα (πρβλ. Ιω. 12,25). Και γενικά να µη κάνετε το θέληµα της σάρκας αλλά του Θεού. Διότι µόνον εκείνος µπορεί να σας βοηθήσει την ώρα της κρίσεως». Αφού έτσι συµβούλεψε τις αδελφές της Μονής, σήκωσε ψηλά τα χέρια και το βλέµµα της και προσευχήθηκε λέγοντας: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ο Ποιµήν ο Καλός, που µας λύτρωσες µε το Πανάγιο και πολύτιµο Αίµα σου, στα Άγια χέρια Σου παραδίδω αυτό το µικρό ποίµνιο σου. Σκέπασέ το στη σκέπη των πτερύγων Σου και φύλαξέ το από κάθε πειρασµό του διαβόλου. Διότι Εσύ είσαι ο αγιασµός και η λύτρωσή µας και σε Σένα αναπέµπουµε την ευχαριστία και Σε δοξολογούµε πάντοτε». Αφού τελείωσε την προσευχή, κάθισε και άρχισε να χαµογελά βλέποντας τους άγιους Αγγέλους που τη χαιρετούσαν. Το πρόσωπο της έλαµψε και τότε έκλεισε τα µάτια της σα να κοιµάται. Έτσι παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Κύριο. Παρόλο που ήταν 103 χρονών το κάλλος της δεν είχε µαραθεί, αλλά έδειχνε νέα. Οι µοναχές πνευµατικές της θυγατέρες, θρήνησαν για τον αποχωρισµό και τη στέρησή της. Και µαζί µ' αυτές αµέτρητο πλήθος αξιωµατούχων και απλών ανθρώπων από τη Βασιλεύουσα, που έσπευσαν να ενταφιάσουν την Αγία Ειρήνη σε τάφο καινούργιο στο ναό του Αγίου Θεοδώρου, πλησίον του Αρχαγγέλου, στη Μονή Χρυσοβαλάντου. Από τον τάφο εξερχόταν «ευωδία θαυµάσιος, µαρτυρούσα την παρρησίαν της οσίας προς Κύριον», ενώ επιτελούνταν µε την επίκληση του ονόµατος της και πολλά θαύµατα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ' ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.
Ακούστε το Απολυτίκιο της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου